-
1 σόμπα
[сомба] οοσ. θ. печь, печкаΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σόμπα
-
2 печь
-
3 топить
I топить Ι (обогревать) θερμαίνω, ζεσταίνω; \топить печь ανάβω θερμάστρα (или σόμπα) II топить II (в воде) βουλιάζω, βυθίζω· καταποντίζω (корабль)* * *I( обогревать) θερμαίνω, ζεσταίνωIIтопи́ть печь — ανάβω θερμάστρα ( или σόμπα)
-
4 голландский
голла́нд||скийприл ὁλλανδικός:\голландскийская печь Ολλανδική σόμπα, χτιστή σόμπα. -
5 печь
печь I ж ἡ θερμάστρα, ἡ σόμπα / ἡ κάμινος (в технике):ру́сская \печь μεγάλη χτιστή σόμπα· до́менная \печь ἡ ὑψικάμινος.печь IIнесов \, (выпекать) ψήνω, ὀπτῶ, ψήνω στον φοϋρνο·2. (о солнце) καίω, ήλιοκαίω. -
6 печь
I. 1. тех. η κάμιν/ος, ο κλίβανος, η εστίαвращающаяся - περιστροφική -, ο περιστροφικός/περιστρεφόμενος κλίβανοςкирпичеобжигательная - см. - для обжига кирпича колпаковая - τύπου κώδωναмусоросжигательная - αποτέφρωσης/καύσης των απορριμμάτωνрегенеративная - αναγέννησης, αναζωογόνησης- τήξης2. (для выпечки хлеба, приготовления горячей пищи) о φούρνος хлебопекарная - αρτοποιίας 3 (для отопления помещений) η θερμάστρα, η εστία, разг. η σόμπα II.(приготовлять пищу сухим нагреванием на жару) ψήνω пешеход ο πεζός, ο/η πεζοπόροςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > печь
-
7 времянка
времянкаж1. (лестница) ἡ ἀνεμόσ-καλα·2. (печка) ἡ πρόχειρη σόμπα. -
8 дымить
дым||и́тьнесов καπνίζω:печь \дымитьи́т ἡ σόμπα καπνίζει· \дымитьи́ть папиросой ντουμανιάζω μέ τό τσιγάρο. -
9 затапливать
затапливатьнесов (печку и т. п.) ἀνάβω τή σόμπα, ἀνάβω τήν θερμάστρα. -
10 класть
кластьнесов1. θέτω, τοποθετώ, βάζω:\класть больного в больницу βάζω τόν ἀρρωστο στό νοσοκομείο· \класть деньги в банк τοποθετώ χρήματα στήν τράπεζα·2. (складывать, сооружать) χτίζω, οίκοδο-μῶ, στήνω:\класть печь χτίζω σόμπα· \класть фундамент βάζω τό θεμέλιο· ◊ \класть в основу βάζω σάν βάση· \класть на му́зыку μελοποιώ· \класть зубы на полку разг ψωμαζώ, σφίγγω τό ζωνάρι· \класть под сукно βάζω στό χρονοντούλαπο. -
11 мешать
меш||ать Iнесов ἐμποδίζω / ἐνοχλώ, ἀνησυχώ (беспокоить)/ στενοχωρώ (стеснять)· ◊ не \мешатьа́ет..., не \мешатьало бы... разг δέν θά πείραζε..., δέν θοταν ἄσχη-μο...мешать IIнесов1. (размешивать) ἀνακατώνω, ἀνακατεύω:\мешать кашу ἀνακατεύω τό λαπά· \мешать у́гли в печке σκαλίζω τά κάρβουνα, ἀνακατεύω τή φωτιά στή σόμπα·2. (смешивать) ἀναμιγνύω, ἀνακατώνω, ἀνακατεύω/ συγχέω, μπερδεύω (путать):\мешать краски ἀναμιγνύω (или ἀνακατεύω) τίς μπογιές· \мешать ко́фе с цикорием ἀνακατώνω τόν καφέ μέ τό κιχώρι, \мешать вино́ с водой νερώνω τό κρασί. -
12 нажарить
нажаритьсов1. ψήνω, τηγανίζω, φρυγανίζω, καβουρντίζω·2. (печку) разг παραζεσταίνω τή σόμπα. -
13 отопленне
отоп||леннес ἡ θέρμανση:печио́е \отопленнеление ἡ θέρμανση μέ σόμπα, ἡ θέρμανση μέ θερμάστρα· паровое \отопленнеление ἡ θέρμανση μέ ἀτμό, τό καλοριφέρ· центральное \отопленнеление ἡ κεντρική θέρμανση· дрова для \отопленнеления ξύλα γιά θέρμανση, τά καυσόξυλα. -
14 перекладывать
перекладыватьнесов1. (перемещать) μετακινώ, μετατοπίζω, μεταθέτω·2. перен (ответственность, вину) ἀποδίδω, ἐπιρρίπτω, τά φορτώνω·3. (переделывать) ἐπισκευάζω, διορθώνω, ξαναχτίζω:\перекладывать печь ἐπιδιορθώνω Τήν σόμπα·4. (чем-л.) ἀμ-παλλαρω, συοκευάζω:\перекладывать посу́ду соло́мой ἀμπαλλαρω τα γυαλικά μέ ἀχυρα·5. муз. μβτατονίζω, διασκευάζω. -
15 подкладывать
подкладыватьнесов1. (подо что-л.) βάζω ἀπό κάτω, θέτω:\подкладывать поду́шку под голову βάζω τό μαξιλάρι κάτω ἀπό τό κεφάλι·2. (прибавлять) βάζω, ρίχνω, προσθέτω:\подкладывать дрова в печь ρίχνω λίγα καυσόξυλα στήν σόμπα· ◊ \подкладывать свинью кому́-л. разг κάνω βρωμοδουλειά σέ κάποιον, καταφέρνω μιά δουλειά σέ κάποιον. -
16 растапливать
растапливать Iнесов (затопить) ἀνάβω (φωτιά):\растапливать печь ἀνάβω τή σόμπα.растапливать IIнесов (расплавлять) λυώνω (μετ.), τήκω. -
17 топить
топить Iнесов θερμαίνω, ζεσταίνω:\топить печь ἀνάβω σόμπα, ἀνάβω φοόρνο.топить IIнесов (расплавлять) λύωνω, ἀναλύω, τήκω· ◊ \топить молоко́ σιγοβράζω τό γάλα.топить IIIнесов (в воде) πνίγω (кого-л.)/ βουλιάζω, βυθίζω, καταποντίζω (что-л.)· ◊ \топить го́ре в вине πίνω γιά νά ξεχάσω τόν πόνο μου. -
18 вытопить
-
19 затопить
затопить 1-оплю, -опишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. затопленный, βρ: -лен, -а, -оρ.δ.μ. ανάβω (θερμάστρα, φούρνο κ.τ.τ.).ανάβω•печка -лась η σόμπα άναψε.
затопить 2(γραμμ. στοιχεία βλ. затопить 1).1. κατακλύζω, πλημμυρίζω.2. βυθίζω, βουλιάζω, φουντάρω•затопить корабль βυθίζω το πλοίο.
πλημμυρίζω•луга -лись разлившейся рекой, τα λειβάδια πλημμύρισαν από το ξεχειλισμένο ποτάμι.
-
20 летник
-а α.1. πλθ. -и καλοκαιρινά ποώδη κοσμητικά φυτά.2. παλ. καλοκαιρινό γυναικείο ένδυμα.3. δρόμος καλοκαιρινής χρήσης.4. (διαλκ.) καλοκαιρινή κατοικία (χωρίς σόμπα).
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σόμπα — η (λ. τουρκ.), θερμάστρα: Θερμαίνουν το σπίτι με σόμπα πετρελαίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σόμπα — η, Ν συσκευή θέρμανσης, θερμάστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. soba] … Dictionary of Greek
Σουδάν — Κράτος της Βόρειας Αφρικής. Συνορεύει στα Β με την Αίγυπτο και τη Λιβύη, στα Δ με το Τσαντ και την Κεντροαφρικάνικη Δημοκρατία, στα Ν με το Κόνγκο, την Ουγκάντα και την Κένυα και στα Α με την Αιθιοπία και την Ερυθραία, ενώ το ΒΑ τμήμα της… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Μπενίν — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Α με τη Νιγηρία, στα Β με τον Νίγηρα, στα ΒΔ με την Μπουρκίνα Φάσο και στα Δ με το Τόγκο. Βρέχεται από τον κόλπο της Γουινέας.Γαλλική αποικία έως το 1960, ανέκτησε την ανεξαρτησία της με την ονομασία… … Dictionary of Greek
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek
θερμάστρα — η (ΑΜ θερμάστρα Α και θερμαύστρα) νεοελλ. 1. συσκευή άμεσης ή τοπικής θέρμανσης σε αντιδιαστολή προς τα θερμαντικά σώματα τών εγκαταστάσεων κεντρικής θέρμανσης, σόμπα 2. φρ. «ηλεκτρική θερμάστρα» θερμαντικό σώμα στο οποίο η θερμότητα παράγεται… … Dictionary of Greek
Μογγολία — Κράτος της κεντρικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Ρωσία και στα Α, στα Ν και στα Δ με την Κίνα.Tα εδαφικά όρια της Μ., εξαιτίας των χαρακτηριστικών της περιοχής στην οποία εκτείνεται η χώρα, δεν καθορίζονται από φυσικά στοιχεία, εκτός από το… … Dictionary of Greek
Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… … Dictionary of Greek
sobă — SÓBĂ1, sobe, s.f. Instalaţie pentru încălzit (cu lemne, cărbuni, gaze etc.) încăperile de locuit sau pentru gătit, făcută din cărămidă, din teracotă, din fier sau din fontă. – Din tc. soba. Trimis de IoanSoleriu, 13.09.2007. Sursa: DEX 98 SÓBĂ2 … Dicționar Român
θερμάστρα — η μέσο θέρμανσης, σόμπα: Θερμάστρα πετρελαίου. – Ηλεκτρική θερμάστρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)