σωτηρίῃ
1σωτηρίη — σωτηρία deliverance fem nom/voc sg (epic ionic) …
2Σωτηρίῃ — Σωτηρία deliverance fem dat sg (epic ionic) …
3σωτηρίῃ — σωτηρία deliverance fem dat sg (epic ionic) …
4σωτηρία — I Ρωμαϊκή θεότητα (Salus). Η πρώτη αναφορά της γίνεται στα έπη των Σαλίων, μαζί με της Ειρήνης και της Ομόνοιας. Οι τρεις αυτές θεές προστάτευαν την κοινωνία και την πολιτεία. Αργότερα ταυτίστηκε με τη θεά Τύχη (Fortuna) και στον 3o π.Χ. αι.… …