σωτηρίᾳ
1σωτηρία — σωτηρίᾱ , σωτηρία deliverance fem nom/voc/acc dual σωτηρίᾱ , σωτηρία deliverance fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2Σωτηρία — Σωτηρίᾱ , Σωτηρία deliverance fem nom/voc/acc dual …
3Σωτηρίᾳ — Σωτηρίᾱͅ , Σωτηρία deliverance fem dat sg (attic doric aeolic) …
4Σωτήρια — Σωτηρία deliverance fem nom/voc sg …
5σωτηρία — I Ρωμαϊκή θεότητα (Salus). Η πρώτη αναφορά της γίνεται στα έπη των Σαλίων, μαζί με της Ειρήνης και της Ομόνοιας. Οι τρεις αυτές θεές προστάτευαν την κοινωνία και την πολιτεία. Αργότερα ταυτίστηκε με τη θεά Τύχη (Fortuna) και στον 3o π.Χ. αι.… …
6σωτηρίᾳ — σωτηρίαι , σωτηρία deliverance fem nom/voc pl σωτηρίᾱͅ , σωτηρία deliverance fem dat sg (attic doric aeolic) …
7σωτηρία — η 1. η απαλλαγή από κάποιο κακό, λύτρωση, γλιτωμός, σώσιμο. 2. φρ., «η σωτηρία της ψυχής», η λύτρωση από την αμαρτία· «σανίδα σωτηρίας», βοήθεια που σώζει …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
8Σωτήριᾳ — Σωτήριαι , Σωτηρία deliverance fem nom/voc pl …
9σωτήρια — σωτήριος saving neut nom/voc/acc pl …
10Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία. — γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία. См. Хорошая жена юрт …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)