σωτηρίας φ

  • 91Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …

    Dictionary of Greek

  • 92Βαλεντίνος — I (Valentinus, 2ος αι. μ.Χ.). Γνωστικός από την Αίγυπτο. Σπούδασε στην Αλεξάνδρεια και κατόπιν, περίπου το 140 μ.Χ., εγκαταστάθηκε στη Ρώμη. Τις θεωρίες του γνωρίζουμε από κάποια αποσπάσματα που παραθέτει ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, καθώς επίσης από… …

    Dictionary of Greek

  • 93Βανς, Σάιρους Ρόμπερτς — (Cyrus Roberts Vance, Κλάρκσμπουργκ, Δυτική Βιρτζίνια 1917 – 2001). Αμερικανός νομικός, διπλωμάτης και πολιτικός. Σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο του Γέιλ και ξεκίνησε την επαγγελματική του σταδιοδρομία ως δικηγόρος αρχικά στη Νέα Υόρκη και στη… …

    Dictionary of Greek

  • 94Βιτς, Κόνραντ — (Conrad Witz,Ρότβαϊλ 1400; –Βασιλεία 1445;).Γερμανός ζωγράφος. Δεν υπάρχουν πληροφορίες και ενδείξεις για το πώς δέχτηκε τη γαλλοβουργουνδική επίδραση που χαρακτηρίζει το ύφος του, το οποίο πάντως ήταν ιδιαίτερα προσωπικό, γιατί δεν έγινε δυνατόν …

    Dictionary of Greek

  • 95Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …

    Dictionary of Greek

  • 96Γκριμελσχάουζεν, Χανς Γιάκομπ Kρίστoφ φον- — (Hans Jacob Christoph von Grimmelshausen, Γκέλνχαουζεν ; – Ρένχεν 1676).Γερμανός συγγραφέας. Κατά τη διάρκεια του Τριακονταετούς πολέμου υπηρέτησε στρατιώτης γραφέας και γραμματέας. Το 1667 ανέλαβε τη δημαρχία του Ρένχεν. Μετά το 1660 ανέπτυξε… …

    Dictionary of Greek

  • 97Γουέσλεϊ, Τζον — (John Wesley, 1703 – 1791). Άγγλος θεολόγος. Υπήρξε ο ιδρυτής του μεθοδισμού. Σπούδασε φιλολογία και θεολογία στη σχολή Τσάρτερχαους και στην Οξφόρδη και το 1728 χειροτονήθηκε ιερέας. Με τη συνεργασία του αδελφού του Κάρολου, ίδρυσε τον Ιερό… …

    Dictionary of Greek

  • 98Δαβίδ ή Δαυίδ — (1010; – 965; π.Χ.). Βασιλιάς του Ισραήλ. Χρίστηκε μυστικά βασιλιάς από τον προφήτη Σαμουήλ, ενώ βασίλευε ακόμα ο Σαούλ, του οποίου κέρδισε την εύνοια, με αποτέλεσμα να τον καλέσει στην αυλή του γιατί έπαιζε θαυμάσια κινύρα (είδος άρπας). Ήταν… …

    Dictionary of Greek

  • 99Δάντης — (Φλωρεντία 1265 – Ραβένα 1321). Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος του Ιταλού ποιητή Ντάντε Αλιγκέρι (Dante Alighieri). Ο Δ. υπήρξε από τους επιφανέστερους εκπροσώπους της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας και συγκαταλέγεται ανάμεσα σε εκείνους τους… …

    Dictionary of Greek

  • 100Δαντόν — (Αρσί σιρ Ομπ 1759 – Παρίσι 1794). Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος του Γάλλου πολιτικού Ζορζ Ζακ Νταντόν (Georges Jacques Danton). Ο Δ., που καταγόταν από επαρχιακή αστική οικογένεια, εγκαταστάθηκε το 1780 στο Παρίσι, όπου άσκησε το δικηγορικό… …

    Dictionary of Greek