σωτηρίας φ

  • 81τετραστάτηρος — ον, Α 1. αυτός που έχει αξία τεσσάρων στατήρων («ὁρᾱτε μὲν δεόμενον σωτηρίας τετραστατήρου καὐτόν», Αριστοφ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τετραστάτηρον νόμισμα αξίας τεσσάρων στατήρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + στατήρ, ῆρος (πρβλ. δεκα στάτηρος)] …

    Dictionary of Greek

  • 82υπαρξισμός — (existentialisme). Σύγχρονο φιλοσοφικό ρεύμα, που παίρνει το όνομά του από την αντίληψη ότι η φιλοσοφία δεν είναι αντικειμενική ή θεωρητική επιστήμη, αδιάφορη για την ύπαρξη του ανθρώπου που τη δημιουργεί, αλλά αντίθετα συνδέεται αδιάσπαστα με… …

    Dictionary of Greek

  • 83υπερασπιστής — ο, θηλ. υπερασπίστρια / ὑπερασπιστής, θηλ. ὑπερασπίστρια, ΝΜΑ [ὑπερασπίζω] αυτός που υπερασπίζει, που προστατεύει, που υποστηρίζει κάποιον ή κάτι, προστάτης (α. «υπερασπιστής τής πατρίδας» β. «κύριος ὑπερασπιστής τῆς ζωῆς μου» ΠΔ.) αρχ. αυτός που …

    Dictionary of Greek

  • 84ωσαννά — Εβραϊκή λέξη, που σημαίνει δόξα! ή δοξασμένος! Αποτελεί επιφώνημα θρησκευτικών ύμνων που ψάλλονται την Κυριακή των Βαΐων στις ορθόδοξες εκκλησίες. Κατά τη θεολογική ερμηνεία, η λέξη εκφράζει επίκληση σωτηρίας ή δοξολογεί τον Ύψιστο. * * * ὡσαννά …

    Dictionary of Greek

  • 85όνομα — Μέρος του λόγου που διακρίνεται κατά το γένος, τον αριθμό και –στις κλιτές γλώσσες– την πτώση. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί προσπάθησαν να δώσουν έναν ορισμό του o., στην προσπάθεια τους να κατατάξουν, με βάση ορισμένα λογικά κριτήρια,… …

    Dictionary of Greek

  • 86Αγία Τριάδα — I Ο όρος σημαίνει ένα από τα κυριότερα δόγματατης χριστιανικής πίστης, γνωστόως το τριαδικό δόγμα.Αποτελεί το κεφάλαιον της πίστεως, τη βάση και το θεμέλιο της διδασκαλίας περί της απολύτρωσης και σωτηρίας του ανθρώπου. Εκφράζει την πίστη σε έναν …

    Dictionary of Greek

  • 87Άγιος Σώστης — I Ναός βυζαντινού ρυθμού στο όνομα της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα, στη θέση Ανάλατος (λεωφόρος Συγγρού) κοντά στην Αθήνα. Ο ναός χτίστηκε στη μνήμη της σωτηρίας του βασιλιά Γεωργίου Α’ και της κόρης του Μαρίας, μετά τη δολοφονική απόπειρα που έγινε… …

    Dictionary of Greek

  • 88Αλφάβητος κατανυκτικός και ψυχωφελής περί του ματαίου κόσμου τούτου — Ποίημα 120 δεκαπεντασύλλαβων στίχων θρησκευτικού περιεχομένου. Οι στίχοι του είναι άλλοτε ομοιοκατάληκτοι και άλλοτε όχι, και διαιρούνται σε 24 πεντάστιχες στροφές με αλφαβητική ακροστιχίδα. Το ποίημα αυτό, έργο άγνωστου λογίου της μεταβυζαντινής …

    Dictionary of Greek

  • 89Ανάφη — Νησί (38,35 τ. χλμ., 269 κάτ.) των Κυκλάδων. H ψηλότερη κορυφή του νησιού είναι η Βίγλα (584 μ.). Το νησί, αν και άγονο, παράγει μικρές ποσότητες ρεβιθιών, φάβας, φασολιών, σιταριού και κρεμμυδιών. Καλλιεργούνται επίσης ελιές, εσπεριδοειδή,… …

    Dictionary of Greek

  • 90αποστολικοί πατέρες — Οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς που έζησαν και έδρασαν αμέσως μετά την εποχή των Αποστόλων. Στα συγγράμματά τους διακρίνεται αναμφισβήτητα η ορθόδοξη διδασκαλία χωρίς καμία απόκλιση. To έργο των α.π. ήταν πολύπλευρο, γιατί είχαν να αντιμετωπίσουν… …

    Dictionary of Greek