σωρῑτικός
1σωριτικός — ή, όν, Α βλ. σωρειτικός …
2σωριτικῆς — σωριτικός of the nature of the fem gen sg (attic epic ionic) …
3σωριτικήν — σωριτικός of the nature of the fem acc sg (attic epic ionic) …
4σωριτικῶς — σωριτικός of the nature of the adverbial …
5σωρικός — ή, όν, Α σωριτικός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για εσφ. ανάγνωση αντί σωριτικός] …
6σωρειτικός — και σωριτικός, ή, όν, Α [σωρείτης / σωρίτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σωρείτη …