σωκάριον
1σωκάριον — *Geom. neut nom/voc/acc sg …
2σωκάριον — τὸ, ΜΑ σχοινί. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αντί ενός αναμενόμενου *σοκκάριον < σόκκος / σόκος (πρβλ. και μσν. σῶκος [ΙΙ])] …
3σωκαρίων — σωκάριον *Geom. neut gen pl …
4σωκάρια — σωκάριον *Geom. neut nom/voc/acc pl …
5σωκάρην — τὸ, Μ το σωκάριον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῶκος (II) + κατάλ. άρην, μσν. τ. τής υποκορ. κατάλ. άριον*, άρι*] …