σχῶμεν

  • 1σχῶμεν — ἔχω check aor subj act 1st pl σχάω slit open so as to let something escape pres subj act 1st pl (attic epic ionic) σχάω slit open so as to let something escape pres ind act 1st pl σχάω slit open so as to let something escape pres subj act 1st pl… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …

    Dictionary of Greek

  • 3Ταγκόπουλος — Επώνυμο Ελλήνων λογοτεχνών. 1. Δημήτριος (Ύδρα 1867 – Αθήνα 1926). Από νεαρή ηλικία εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου σπούδασε ιατρική της οποίας και αναγορεύτηκε διδάκτορας (1890). Tην άσκησε μάλιστα ως επάγγελμα για ένα μικρό διάστημα στους… …

    Dictionary of Greek

  • 4ДИАЛОГИ ЛИТУРГИЧЕСКИЕ — части богослужения, построенные в форме диалога между предстоятелем (епископом или священником), сослужащими, диаконом, народом. Простейшей и наиболее частой формой Д. л. являются такие сочетания литургических аккламаций, как: (см. ст. «Господи,… …

    Православная энциклопедия