σχῑνο-τρώξ

  • 1φιλότρωξ — ωγος, ὁ, ἡ, Α αυτός που τού αρέσει να τρώει πολύ ή συχνά, λιχούδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + τρωξ (< τρώγω), πρβλ. κυαμο τρώξ, σχινο τρώξ] …

    Dictionary of Greek

  • 2φυλλοτρώξ — ῶγος, ὁ, Α αυτός που τρώει χορταρικά, φυτοφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλον + τρώξ (< τρώγω), πρβλ. κυαμο τρώξ, σχινο τρώξ] …

    Dictionary of Greek