σχῆμα ὀρχηστικόν

  • 1ποίφυγμα — τὸ, Α [ποιφύσσω] 1. ισχυρό φύσημα, έντονος συριγμός 2. (κατά τον Ησύχ.) «ποίφυγμα σχῆμα ὀρχηστικόν» …

    Dictionary of Greek