σχίσ(σ)αι

  • 1ξυσμή — ξυσμή, ἡ (ΑΜ) ξύσμα, ξυσιματιά, αμυχή αρχ. 1. (υβριστικά) ψωρίαση, ψώρα 2. στον πληθ. αἱ ξυσμαί τα σημάδια που χάραζαν οι γραμματικοί πάνω στα χειρόγραφα 3. (κατά τον Ησύχ.) «ἐντορίδες ξυσμαὶ ὄφεως». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξυσ , πρβλ. αόρ. ἔ ξυσ α, τού …

    Dictionary of Greek

  • 2τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… …

    Dictionary of Greek