σχολικός
1σχολικός — ή, ό, Ν [σχολή] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σχολείο και ειδικότερα στους μαθητές, ο μαθητικός (α. «σχολική τσάντα» β. «σχολική συγγυμνασία», Απολλ. Δύσκ.) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένο σχολείο ή σε ένα μεγάλο… …
2σχολικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με το σχολείο: Το σχολικό έτος άρχισε φέτος νωρίτερα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3σχολικά — σχολικός scholastic neut nom/voc/acc pl σχολικά̱ , σχολικός scholastic fem nom/voc/acc dual σχολικά̱ , σχολικός scholastic fem nom/voc sg (doric aeolic) …
4σχολικῶν — σχολικός scholastic fem gen pl σχολικός scholastic masc/neut gen pl …
5σχολικόν — σχολικός scholastic masc acc sg σχολικός scholastic neut nom/voc/acc sg …
6σχολικαῖς — σχολικός scholastic fem dat pl …
7σχολικαί — σχολικός scholastic fem nom/voc pl …
8σχολικοῖς — σχολικός scholastic masc/neut dat pl …
9σχολικούς — σχολικός scholastic masc acc pl …
10σχολικωτάτῳ — σχολικός scholastic masc/neut dat superl sg …