σχοινῖτις κ
1σχοινίτις — ίτιδος, ἡ, Α βλ. σχοινίτης …
2σχοινίτης — ὁ, θηλ. σχοινῑτις, ίτιδος, Α κατασκευασμένος από σχοίνους ή από βούρλα, σχοίνινος («ἐν καλύβῃ σχοινίτιδι», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + επίθημα ίτης / ῖτις (πρβλ. σελην ίτης)] …
3σχοινίτιδι — σχοινί̱τιδι , σχοινῖτις made of rushes fem dat sg …