σχοινοβατία

  • 1σχοινοβατία — ἡ, ΜΑ, και ιων. τ. σχοινοβατίη, Α βλ. σχοινοβασία …

    Dictionary of Greek

  • 2σχοινοβασία — η / σχοινοβατία, ΝΜΑ, και ιων. τ. σχοινοβατίη Α η τέχνη τού σχοινοβάτη, ισορροπία, βάδισμα ή και χορός πάνω σε τεντωμένο σχοινί, ακροβασία νεοελλ. 1. στον πληθ. οι σχοινοβασίες οι σχοινοβατικές ασκήσεις 2. μτφ. ριψοκίνδυνη ενέργεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < …

    Dictionary of Greek