σχοινίζω
1διεσχοινισμένα — διά σχοινίζω perf part mp neut nom/voc/acc pl διεσχοινισμένᾱ , διά σχοινίζω perf part mp fem nom/voc/acc dual διεσχοινισμένᾱ , διά σχοινίζω perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …
2περισχοινίζω — ΝΑ 1. περιδένω, δένω ολόγυρα με σχοινί 2. περιβάλλω, περικλείω, περιφράσσω κάτι με σχοινί αρχ. 1. διαχωρίζω κάτι με σχοινί, όπως συνέβαινε στα αθηναϊκά δικαστήρια, όπου οι δικαστές χωρίζονταν από το πλήθος («περισχοινίσαι τὸ δικαστήριον, ὁπότε… …
3σχοίνισμα — τὸ, ΜΑ τμήμα γης που έχει καταμετρηθεί με σχοίνο, κλήρος («σχοίνισμα κληρονομίας αὐτοῡ Ἰσραήλ», ΚΔ) αρχ. 1. καταμέτρηση τμήματος γης με σχοίνο 2. συνεκδ. τμήμα λαού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + ισμα, μέσω αμάρτυρου *σχοινίζω (πρβλ. παρα σχοινίζω:… …
4σχοινισμός — ο, ΝΑ μέθοδος καταμέτρησης τμήματος γης με σχοινί αρχ. 1. το τμήμα γης που έχει καταμετρηθεί με αυτόν τον τρόπο, σχοίνισμα* 2. είδος βασανιστηρίου κατά το οποίο τενώνονταν το σώμα τού βασανιζομένου με σχοινιά ώσπου να εξαρθρωθούν τα μέλη τού… …
5διεσχοινισμένας — διεσχοινισμένᾱς , διά σχοινίζω perf part mp fem acc pl διεσχοινισμένᾱς , διά σχοινίζω perf part mp fem gen sg (doric aeolic) …
6διεσχοινισμένον — διά σχοινίζω perf part mp masc acc sg διά σχοινίζω perf part mp neut nom/voc/acc sg …
7διεσχοινισμένη — διά σχοινίζω perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
8διεσχοινισμένην — διά σχοινίζω perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) …
9διεσχοινισμένοι — διά σχοινίζω perf part mp masc nom/voc pl …
10διεσχοινισμένος — διά σχοινίζω perf part mp masc nom sg …
- 1
- 2