σχοίνους
1σχοινούς — Όνομα αρχαίων ελληνικών γεωγραφικών τοποθεσιών. 1. Λιμάνι της Κορίνθου, στο πιο στενό σημείο του Ισθμού. Κοντά στο λιμάνι αυτό βρισκόταν το περίφημο έργο του Περίανδρου, ο δίολκος, με τον οποίο τραβούσαν τα πλοία από τον Κορινθιακό στο Σαρωνικό… …
2Σχοίνους — Σχοῖνος rush fem acc pl …
3σχοίνους — σχοί̱νους , σχοῖνος rush masc acc pl …
4Schoenevs [1] — SCHOENEṼS, ei, der Atalanta und des Klymenus Vater. Hygin. Fab. 244. & 146. Von ihm sollten die Stadt und der Fluß Schönus, in Arkadien, den Namen haben. Eustath. ad Hom. Il. Β. v. 497. Steph. Byz. in Σχοινοῦς. Man giebt ihn für des Athamas Sohn… …
5VERSICOLOR Linea — inter instrumenta Venationi inservientia, concludebat saltibus feras, vel terrebat apros, vulpes, lupos, ursos, et praecipue cervos: hinc Formido Latinis dicta est. Ovid. l. 5. Fastor. v. 173. Pavidos formidine cervos. In ea alternus plumarum,… …
6ενείρω — (Α ἐνείρω) 1. συμπλέκω, συναρμόζω («οἰκήματα δὲ σύμπηκτα ἐξ ἀνθερίκων ἐνειρμένων περί σχοίνους ἐστί», Ηρόδ.) 2. τοποθετώ μέσα ή επάνω σε κάτι («ἐνείραντα τὸν πῆχυν μεταξύ τῶν μηρῶν», Ιπποκρ.) 3. διαπερνώ με κάτι («νεύροις με ἐνείρας», ΠΔ) …
7σχοίνινος — η, ο / σχοίνινος, ίνη, ον, ΝΑ, και σκοίνινος, η, ο, Ν, και μτγν. τ. θηλ. σχοινίς, ίδος, Α [σχοῑνος] νεοελλ. κατασκευασμένος με σχοινί αρχ. κατασκευασμένος από σχοίνους …
8σχοινίς — (I) ίδος, ἡ, Α 1. το σχοινί 2. τοιχογραφία με παράσταση σχοίνων 3. αργυρό ποτήρι με σχήμα καλαθιού από σχοίνους 4. σχοινῄς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. σχιν ίς)]. (II) ίδος, ἡ, Α (ποιητ. μτγν. τ. θηλ.) βλ. σχοίνινος …
9σχοινίτης — ὁ, θηλ. σχοινῑτις, ίτιδος, Α κατασκευασμένος από σχοίνους ή από βούρλα, σχοίνινος («ἐν καλύβῃ σχοινίτιδι», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + επίθημα ίτης / ῖτις (πρβλ. σελην ίτης)] …
10σχοινοκοπώ — έω, Α (κατά τον Ησύχ.) θερίζω σχοίνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + κοπῶ (< κόπος < κόπος < κόπτω), πρβλ. δημο κοπῶ] …
- 1
- 2