σχιζόπους

  • 1σχιζόπους — ουν, Α (για ζώα) αυτός που έχει τα δάχτυλα τών ποδιών του χωρισμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχίζω + πούς, ποδός «πόδι»] …

    Dictionary of Greek

  • 2πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …

    Dictionary of Greek

  • 3σχίζω — ΝΜΑ, και σκίζω Ν 1. διανοίγω, κόβω κάτι κατά μήκος, συνήθως με βίαιο τρόπο, χωρίζω σε δύο ή περισσότερα τμήματα (α. «σχίζω ξύλα για το τζάκι» β. «τῶν δὲ Μένωνος στρατιωτῶν ξύλα σχίζων τις», Ξεν.) 2. μτφ. διέρχομαι μέσα από κάτι με μεγάλη ταχύτητα …

    Dictionary of Greek

  • 4σχιδανόπους — ουν, Α σχιζόπους*. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. έχει σχηματιστεί από αμάρτυρο *σχιδανός (< θ. σχιδ του σχίζω*, πρβλ. πιθανός) + πούς, ποδός «πόδι»] …

    Dictionary of Greek

  • 5σχιζοποδία — ἡ, Α [σχιζόπους, ποδος] η ιδιότητα τού σχιζόποδος …

    Dictionary of Greek

  • 6σχιστός — ή, ό / σχιστός, ή, όν, ΝΑ, και σκιστός, ή, ό, Ν [σχίζω] 1. χωρισμένος στα δύο, σχισμένος («Σχιστή οδός» σημερινή ονομασία τού δρόμου που οδηγεί από τους Δελφούς στη Δαύλεια, όπου, σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, ο Οιδίποδας σκότωσε τον Λάιο) 2 …

    Dictionary of Greek