σχιδ-μ-
11σχέδη — ἡ, ΜΑ φύλλο ή πίνακας που πάνω του έγραφαν ή έκαναν υπολογισμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. scheda «σελίδα» (< λατ. schedium < σχέδιον, βλ. λ. σχέδιο). Η σημ. τής λ. έχει διαμορφωθεί κατ επίδραση τού ρ. σχίζω (λατ. scindo). Κατ άλλη άποψη,… …
12σχίδακας — ο / σχίδαξ, ακος, ΝΜΑ η σχίζα νεοελλ. μικρό και αιχμηρό θραύσμα οστού μουσ. ράβδος κιγκλιδώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σχιδ τού σχίζω* + επίθημα αξ, ακ ος (πρβλ. κάμ αξ, χάρ αξ)] …
13σχίδος — Α (κατά τον Ησύχ.) «τὴν ἀπόσχισιν». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σχιδ τού σχίζω, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. σε ος] …
14σχίζω — ΝΜΑ, και σκίζω Ν 1. διανοίγω, κόβω κάτι κατά μήκος, συνήθως με βίαιο τρόπο, χωρίζω σε δύο ή περισσότερα τμήματα (α. «σχίζω ξύλα για το τζάκι» β. «τῶν δὲ Μένωνος στρατιωτῶν ξύλα σχίζων τις», Ξεν.) 2. μτφ. διέρχομαι μέσα από κάτι με μεγάλη ταχύτητα …
15σχιδανόπους — ουν, Α σχιζόπους*. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. έχει σχηματιστεί από αμάρτυρο *σχιδανός (< θ. σχιδ του σχίζω*, πρβλ. πιθανός) + πούς, ποδός «πόδι»] …
16σχιδεύω — Μ λεηλατώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < θ. σχιδ τού ρ. σχίζω*] …
17χαμαισχιδής — ές, Α αυτός που διακλαδώνεται αμέσως από το έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + σχιδής (< θ. σχιδ τού σχίζω*), πρβλ. εὐ σχιδής, νεο σχιδής) …
- 1
- 2