σχηματογραφίᾳ
1σχηματογραφία — σχηματογραφίᾱ , σχηματογραφία figure described fem nom/voc/acc dual σχηματογραφίᾱ , σχηματογραφία figure described fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2σχηματογραφίᾳ — σχηματογραφίᾱͅ , σχηματογραφία figure described fem dat sg (attic doric aeolic) …
3σχηματογραφία — η, ΝΜΑ [σχηματογραφῶ] η διαγραφή σχημάτων ή η παράσταση αντικειμένων με σχήματα νεοελλ. μαθημ. η λύση εξίσωσης ή συστήματος εξισώσεων με γραφική παράσταση μσν. αρχ. παράσταση αντικειμένων με εικόνες αρχ. σχέδιο ή χάρτης ενός τόπου …
4σχηματογραφίας — σχηματογραφίᾱς , σχηματογραφία figure described fem acc pl σχηματογραφίᾱς , σχηματογραφία figure described fem gen sg (attic doric aeolic) …
5σχηματογραφίαι — σχηματογραφίᾱͅ , σχηματογραφία figure described fem dat sg (attic doric aeolic) …
6σχηματογραφίαν — σχηματογραφίᾱν , σχηματογραφία figure described fem acc sg (attic doric aeolic) …
7σχηματογραφίαις — σχηματογραφία figure described fem dat pl …
8-γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… …
9σχηματικός — ή, ό / σχηματικός, ή, όν, ΝΜΑ [σχήμα, ήματος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σχήμα νεοελλ. 1. αυτός που αναφέρεται στη γραφική παράσταση ενός αντικειμένου 2. αυτός που εικονίζεται, που παριστάνεται με σχήμα («σχηματική περιγραφή» πρόχειρη… …
10Κωδινός, Γεώργιος — (15ος αι.). Βυζαντινός ιστορικός. Επικράτησε η απόδοση σε αυτόν τριών έργων: Πάτρια της Πόλεως, Περί των οφφικιαλίων του παλατίου Κωνσταντινουπόλεως και των οφφικίων της Μεγάλης Εκκλησίας και η χρονογραφία Περί των από κτίσεως κόσμου ετών μέχρι… …