σχετικός
1σχετικός — of masc nom sg …
2σχετικός — ή, ό / σχετικός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που έχει σχέση αναλογίας ή ομοιότητας με κάποιον άλλο, συναφής (α. «σχετικές έννοιες» έννοιες τών οποίων τα αντικείμενα σχετίζονται, όπως λ.χ. αιτία και αιτιατό, ωκεανός και πέλαγος β. «πεπρᾱχθαί φησι κατ… …
3σχετικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει σχέση με κάτι, συναφής: Συζήτησαν τα προβλήματα τα σχετικά με την ένταξη της χώρας μας στην Κοινή Αγορά. 2. όχι πολύς, μέτριος: Εξασφάλισε σχετική ευημερία. 3. όχι απόλυτος: Η αλήθεια είναι σχετική …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4σχετικά — σχετικός of neut nom/voc/acc pl σχετικά̱ , σχετικός of fem nom/voc/acc dual σχετικά̱ , σχετικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …
5σχετικώτερον — σχετικός of adverbial comp σχετικός of masc acc comp sg σχετικός of neut nom/voc/acc comp sg …
6σχετικῶν — σχετικός of fem gen pl σχετικός of masc/neut gen pl …
7σχετικόν — σχετικός of masc acc sg σχετικός of neut nom/voc/acc sg …
8σχετικαῖς — σχετικός of fem dat pl …
9σχετικαί — σχετικός of fem nom/voc pl …
10σχετικοί — σχετικός of masc nom/voc pl …