-
1 σχετικά
[схэтика] яф. относительно (чего-либо),Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σχετικά
-
2 относительно
σχετικά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > относительно
-
3 сравнительно
сравнительно 1) συγκριτικά, σε σύγκριση με, σχετικά με 2) (относительно ) σχετικά* * *1) συγκριτικά, σε σύγκριση με, σχετικά με2) ( относительно) σχετικά -
4 отношение
отношение с 1) η στάση, η συμπεριφορά* хорошее \отношение η καλή συμπεριφορά· небрежное \отношение η αμέλεια, η αδιαφορία* бережное η μέριμνα 2) (взаимная связь) η σχέση 3)мн.: \отношениея οι σχέσεις· дипломатические \отношениея οι διπλωματικές σχέσεις ◇ в \отношениеи кого-л. σχετικά με κάποιον во всех \отношениеях απ' όλες τις πλευρές, από πολλές απόψεις* * *с1) η στάση, η συμπεριφοράхоро́шее отноше́ние — η καλή συμπεριφορά
небре́жное отноше́ние — η αμέλεια, η αδιαφορία
бе́режное отноше́ние — η μέριμνα
2) ( взаимная связь) η σχέση3) мн.отноше́ния — мн. οι σχέσεις
дипломати́ческие отноше́ния — οι διπλωματικές σχέσεις
••в отноше́нии кого́-л. — σχετικά με κάποιον
во всех отноше́ниях — απ'όλες τις πλευρές, από πολλές απόψεις
-
5 связь
связь ж 1) (телеграфная и т. л.) η επικοινωνία; η συγκοινωνία (сообщение)· телефонная \связь η. τηλεφωνική επικοινωνία 2) (отношения) о δεσμός, η σχέση; культурные \связьи οι πνευματικές σχέσεις ◇ в \связьй с... σχετικά με...· με την ευκαιρία... (по случаю)* * *см. связать 1)1) (телеграфная и т. п.) η επικοινωνία; η συγκοινωνία ( сообщение)телефо́нная связь — η τηλεφωνική επικοινωνία
2) ( отношения) ο δεσμός, η σχέσηкульту́рные связи — οι πνευματικές σχέσεις
••в связи́ с... — σχετικά με…; με την ευκαιρία... ( по случаю)
-
6 сравнение
сравнение с η σύγκριση; η παραβολή (сопоставление) ◇ по \сравнениею с... σχετικά με..., σε σύγκριση με...* * *сη σύγκριση; η παραβολή ( сопоставление)••по сравне́нию с... — σχετικά με..., σε σύγκριση με…
-
7 относительно
относительно1. нареч (сравнительно) σχετικά [-ῶς], ἀναφορικά [-ῶς]·2. предлог с род. п. (что касается) ἀναφορικα [-ῶς], σχε-τικά [-ῶς] / ὀσον ἀφορα (в отношении):\относительно того, что... ὀσον ἀφορα τό...· вот что я узиал \относительно этого человека νά τι ἔμαθα γι· αὐτόν τόν 'άνθρωπο· \относительно его́ приезда я ничего́ не слышал σχετικά μέ τήν ἀφιξή του ἐγώ δέν ἄκουσα τίποτα -
8 отношение
отношени||ес1. ἡ στάση, ἡ σχέση προς.../ τό φέρσιμο, ἡ συμπεριφορά (об-хоокдение):бережное \отношение ἡ φροντίδα, ἡ μέριμνα· небрежное \отношение ἡ ἀμέλεια, ἡ ἀδιαφορία·2. (связь, касательство) ἡ σχέση [-ις[:не имея \отношениея к чему-л. δέν ἔχω σχέση μέ...· какое это имеет \отношение к...? καί τί σχέση ἔχει αὐτό μέ..;·3. \отношениея мн. (взаимное общение, связь) οἱ σχέσεις:производственные \отношениея οἱ παραγωγικές σχέσεις· деловые \отношениея οἱ ἐμπορικές σχέσεις· родственные \отношениея ἡ συγγένεια· дружеские \отношениея οἱ φιλικές σχέσεις· завязы-бать \отношениея συνάπτω σχέσεις·4. мат ὁ λόγος, ἡ ἀναλογία, ἡ σχέσις δύο ποσῶν. в прямом (обратном) \отношениеи εὐθέως (αντιστρόφως) ἀνάλογα·5. канц. τό ἐγγραφο, τό ὑπόμνημα· ◊ по \отношениею.к кому́-л., че-му́-л., в \отношениеи кого-л., чего́-л. σχετικά μέ, σέ σχέση μέ· в этом \отношениеи σχετικά μ' αὐτό· во многих \отношениеях ἀπό πολλες ἀπόψεις· во всех \отношениеях ἀπ' ὀλες τίς ἀπόψεις· ни в каком \отношениеи κατ' οὐδένα λόγον, μέ κανένα τρόπο. -
9 применениейтельно
применение||йтельнонареч (к чему-л.) σύμφωνα μέ, συμιρώνο)ς προς, σχετικά, σχετικώς, κατά:-йтельно к данному случаю σχετικά μέ τήν δοσμένη περίπτωση. -
10 насчёт
πρόθ. με γεν. ως προς, όσον αφορά, αναφορικά, σχετικά, όσο για περί•насчёт этого мы ещё не говорили σχετικά μ αυτό εμείς ακόμα δε μιλήσαμε.
-
11 относительно
1. επίρ. σχετικά• ανάλογα•опыт прошл относительно удачно το πείραμα έγινε σχετικά καλά (πετυχημένα).
2. (πρόθεση)• ως προς, όσον αφορά•относительно хода дела ещё ничего нельзя сказать ως προς την πορεία της υπόθεσης ακόμα τίποτε δε μπορούμε να πούμε.
-
12 отношение
-я ουδ.1. συμπεριφορά, φέρσιμο, διαγωγή•хорошее отношение к детям καλή συμπεριφορά προς τα παιδιά.
|| στάση σχέση•б-режное отношение к социалистической собственности μέριμνα (φροντίδα) για τη σοσιαλιστική περιουσία (ιδιοκτησία)•
небрежное отношение αμερημνη-σία, αμέλεια, αδιαφορία.
|| άποψη, έννοια, αντίληψη• θέση στάση.2. (πλ θ.) -я σχέσεις, δεσμοί•семейные -я οικογενειακές σχέσεις•
дружеские -я φιλικές σχέσεις•
производственные -я παραγωγικές σχέσεις•
в -и σχετικά, ως προς•
общественные -я κοινωνικές σχέσεις•
в каких вы с ним -ях? σε τι σχέσεις βρίσκεστε μ αυτόν; τι σχέσεις έχετε μαυτόν;
γνωριμία (με επαγγέλματα, ειδικότητα κ.τ.τ.).3. αλληλοσύνδεση•отношение мышления к бытию η σχέση της σκέψης προς την αντικειμενικότητα (προς το είναι).
4. έκθεση, αναφορά.5. (μαθ.) λόγος, αναλογία ποσού•в прямом -ии ευθέως ανάλογα•
в обратном -ии αντιστρόφως ανάλογα.
εκφρ.по -ию – αναφορικά, σχετικά, όσον αφορά, ως προς•в некотором -ии – κάπως, από μια άποψη, από μια πλευρά, εν μέρει•во всех -ях – σε όλα, από όλες τις απόψεις•в -ии – βλ. παραπάνω•по -иго во многих -ях – από πολλές απόψεις•ни в каком -и – καθόλου, με κανένα τρόπο,. -
13 применительно
επίρ.σύμφωνα με, προς, κατά σχετικά• ως προς•применительно к данному случаю ваше решение правильно σχετικά με τη δοσμένη περίπτωση η απόφαση σας είναι σωστή.
-
14 расход
1. (потребление) η κατανάλωση 2. (количество вещества, проходящее через определённое сечение за единицу времени) о βαθμός, η αναλογία (εκ)ροής, η παροχή 3. (диапазон отклонения штурвала, педалей и т.п.) η διαδρομή, η μετατόπιση, η απόκλιση 4. (финансовый) τα έξοδ/α, η δαπάνηсудно свободно от - ов по погрузке и выгрузке πλοίο ελεύθερο από - της φορτοεκφόρτωσηςобщие - ы γενικά -, η συνολική δαπάνη- ы по поставке на условиях СИФ - προμήθειας με όρους SIF (κόστος, ασφάλειαпостоянные - ы καθημερινά/μόνιμα -- ы связанные с изменением аккредитива - σχετικά με την αλλαγή της πιστωτικής επιστολής- ы связанные с открытием аккредитива - για άνοιγμα της πιστωτικής επιστολήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > расход
-
15 связь
связ||ьж1. (взаимная зависимость) ἡ σχέση [-ις], τό ἀλληλένδετο[ν], ἡ ἀλληλουχία:взаимная \связь ἡ ἀμοιβαία σχέση· причинная \связь филос. ἡ αἰτιότητα, ἡ αἰ-τιακή σχέση, ἡ λογική συνέπεια· \связь теории с практикой ἡ σύνδεση τής θεωρίας μέ τήν πρακτική· в \связья с чем-л. σέ σχέση μέ, σχετικά μέ, μέ τήν εὐκαιρία· в э́той \связьи... σέ σχέση μ' αὐτό.2. (общение) ὁ δεσμός/ ἡ σχέση (международные, торговые и т. п.):дру́жеская \связь ὁ φιλικός δεσμός· родственные \связьи οἱ συγγενικοί δεσμοί· культу́рные \связьи οἱ πολιτιστικές σχέσεις·3. (любовная) ὁ δεσμός, ἡ συμβίωση·4. \связьи мн. (знакомства) οἱ σχέσεις, οἱ γνωριμίες:пустить в ход свой \связь χρησιμοποιώ τίς γνωριμίες μου·5. (железнодорожная, телеграфная и т. п.) ἡ ἐπικοινωνία:средства \связьи μέσα ἐπικοινωνίας· служба \связьи ἡ ὑπηρεσία διαβιβάσεων6. воен. ἡ διαβίβαση [-ις]. -
16 слово
слов||ос1. в разн. знач. ἡ λέξη [-ις], ὁ λόγος:ласковые \словоа τά χαϊδευτικά λόγια, τά γλυκόλογα· оскорбительные \словоа οἱ ὑβριστικοί λογοι· э́то пустые \словоа, одни \словоа (εἶναι) κούφια λόγια, (εἶναι) μόνο λογια· дар \словоа τό χάρισμα τής εὐγλωττίας· свобода \словоа ἡ ἐλευθερία τοῦ λογού· игра слов τό λογοπαίγνιο· давать честное \слово δίνω λογον τιμής· сдержать \слово κρατώ (τηρῶ) τόν λόγο μου, τήν ὑπό-σχεσή μου· поверить на \слово πιστεύω στά λογια· перейти от слов к делу περνώ ἀπό τά λογια στήν πράξη· бросить \словоа на ветер ρίχνω λόγια στον ἀέρα· мие ну́жно сказать вам два \словоа ἔχω νά σᾶς πῶ δυό λογια· он ему́ не сказал и и \словоа δέν τοῦ είπε λέξη· он не проронил ни \словоа δέν ἔβγαλε κουβέντα· повторить \слово в \слово ἐπαναλαμβάνω λέξη προς λέξη, ἐπαναλαμβάνω ἐπί λέξει· переводить \слово в \слово μεταφράζω κατά λέξιν передать на \словоа́х μεταδίδω προφορικά· он за \словоом в карман не полезет разг ἐχει ἐτοιμη τήν ἀπάντηση· одни́м \словоом μέ δυό λόγια· \слово за \слово разг ἀπό λόγο σέ λόγο· другими \словоами μέ αλλα λόγια· со слов, по \словоа́м κατα ?α λεγόμενα· не нахожу слов... δε βρισκω λόγια...· слов нет разг χωρίς συζήτηση· понимать друг друга без слов συνεννοούμαστε χωρίς πολλές κουβέντες· к \словоУ (сказать) разг ἐπάνω σ' αὐτό, σχετικά μ' αὐτο· по последнему \словоу (науки, техники) μέ τήν τελευταία λέξη·2. (речь, выступление) ὁ λόγος, ἡ δημη-γορία, ἡ ἀγόρευση [-ις]; приветственное \слово χίΗ'^τι?ΤΓ'ίΡιος λόγος· заключительное \слово *· ЯН1 ια τοδ κλεισίματος· предоставлять (брать).. δίνω (λαμβάνω или παίρνω) τον λόγο· просить \словоа ζητώ νά μιλήσω, ζητβ τόν λόγο· лишать \словоа ἀφαιρώ τόν λόγο· выступить с кратким \словоом ἐκφωνδ σύντομο λόγο· ◊ \слово не воробей, вылетит не поймаешь погов. σοῦ ξέφυγε ἡ κοοβεντα πίσω δέν ΎΟρίζει. -
17 соответственно
соответственн||о1. нареч ἀντίστοιχα, σχετικά·2. предлог σύμφωνα μέ, σομφώ-νως προς. -
18 сравнительно
сравнительнонареч1. (по сравнению) συγκριτικά, ἐν συγκρίσει, συγκριτικώς·2. (относительно) σχετικά, σχετικώς. -
19 относительно
[ατνασήιλ'να] επίρ. σχετικά, αναφορικά -
20 относительно
[ατνασήιλ'να] επίρ σχετικά, αναφορικά
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σχετικά — σχετικός of neut nom/voc/acc pl σχετικά̱ , σχετικός of fem nom/voc/acc dual σχετικά̱ , σχετικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουτσοπίνω — (σχετικά με κρασί) πίνω σιγά σιγά, λίγο λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουτσο * (< επίρρ. κουτσά) + πίνω] … Dictionary of Greek
μαρσάρω — (σχετικά με αυτοκίνητο) πατώ απότομα και επίμονα γκάζι, τρέχω με μεγάλη ταχύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. march er «προχωρώ, βαδίζω» + κατάλ. άρω (πρβλ. καμουφλάρω, σκορ άρω)] … Dictionary of Greek
ξαναχωνεύω — (σχετικά με μέταλλα) τήκω πάλι, αναχωνεύω … Dictionary of Greek
ξεκουκιάζω — (σχετικά με φυτά) βγάζω τα σπέρματα από τον καρπό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ κοκκίζω (αόρ. εξ εκόκκισα), με σίγηση τού αρκτ. φωνήεντος και κώφωση τού ο σε ου , κατά τα ρ. σε –ιάζω (βλ. και λ. ξ[ε] )] … Dictionary of Greek
ξεκουκουδίζω — (σχετικά με φυτά) αφαιρώ τον πυρήνα καρπού, βγάζω τα κουκούτσια. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + κούκουδο «κόκκος, κουκούτσι»] … Dictionary of Greek
σχετικάς — σχετικά̱ς , σχετικός of fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek