1σχαλίδες — σχαλίς forked stick used as a prop fem nom/voc pl …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
2σχαλιδώ — όω, Α [σχαλίς, ίδος] στηρίζω τα στημένα δίχτια με σχαλίδες …
Dictionary of Greek