σχέδιος

  • 41σχεδία — Πλωτό μέσο, που αποτελείται γενικά από δοκούς και σανίδες συνενωμένες με σχοινιά και χρησιμεύει για τη μεταφορά προσώπων, ζώων και εμπορευμάτων. Συνήθως η σ. έχει σχήμα περίπου τετράγωνο, χωρίς τοιχώματα και, για τη διευκόλυνση της πλευστότητας,… …

    Dictionary of Greek

  • 42σχεδίην — Α (επικ. τ.) επίρρ. 1. τοπ. από κοντά 2. χρον. α) γρήγορα β) αμέσως. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχέδιος + κατάλ. ην τής αιτ. που χρησιμοποιείται επιρρμτ. (πρβλ. πανσυδί ην)] …

    Dictionary of Greek

  • 43σχεδίως — Α επίρρ. βλ. σχέδιος …

    Dictionary of Greek

  • 44σχεδιάζω — ΝΜΑ, και σκεδιάζω Ν [σχέδιος / σχέδιο] νεοελλ. 1. χαράζω σχέδιο, απεικονίζω ένα αντικείμενο κυρίως με μολύβι πάνω σε επίπεδη επιφάνεια, σχεδιαγραφώ 2. μτφ. προτίθεμαι, προγραμματίζω, έχω κατά νου να κάνω κάτι («σχεδιάζει να παντρευτεί») 3. φρ.… …

    Dictionary of Greek

  • 45σχεδιακώς — Α επίρρ. με πρόχειρο τρόπο, πρόχειρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχέδιος + επιρρμ. κατάλ. ῶς μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. *σχεδιακός] …

    Dictionary of Greek

  • 46σχεδισμός — ὁ, Α [σχέδιος] είδος γυναικείου χορού …

    Dictionary of Greek

  • 47σχεδίαι — σχεδίᾱͅ , σχέδιος near fem dat sg (attic doric aeolic) σχεδία raft fem nom/voc pl σχεδίᾱͅ , σχεδία raft fem dat sg (attic doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 48σχεδίαν — σχεδίᾱν , σχέδιος near fem acc sg (attic doric aeolic) σχεδίᾱν , σχεδία raft fem acc sg (attic doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 49σχεδίᾳ — σχεδίᾱͅ , σχέδιος near fem dat sg (attic doric aeolic) σχεδίαι , σχεδία raft fem nom/voc pl σχεδίᾱͅ , σχεδία raft fem dat sg (attic doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)