σχέδιος
21Σχεδίως — Σχεδίος masc acc pl (doric) …
22σχεδίῃ — σχέδιος near fem dat sg (epic ionic) σχεδία raft fem dat sg (epic ionic) …
23σχεδίῃσι — σχέδιος near fem dat pl (epic ionic) σχεδία raft fem dat pl (epic ionic) …
24Σχεδίῳ — Σχεδίος masc dat sg …
25σχεδίῳ — σχέδιος near masc/neut dat sg …
26σχέδια — σχέδιος near neut nom/voc/acc pl …
27σχέδιοι — σχέδιος near masc nom/voc pl …
28ισοσχέδιος — ἰσοσχέδιος, ον (ΑΜ) απαράλλακτος, ταυτόσημος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + σχέδιος (< σχέδιος «κοντινός»< σχεδόν «πλησίον»), πρβλ. αυτο σχέδιος, πρωτο σχέδιος] …
29πρωτοσχεδής — ές και πρωτοσχέδιος, ον, Μ αυτός που έχει γραφεί εξ ολοκλήρου από το πρόχειρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + σχεδής/ σχέδιος (< σχέδη / σχέδιον), πρβλ. αυτο σχέδιος] …
30σχεδόν — ΝΜΑ επίρρ. κατά προσέγγιση, πάνω κάτω, περίπου (α. «είμαι σχεδόν έτοιμη» β. «πάντα τὰ πράγματα τοῑς Ἀθηναίοις σχεδὸν ὑπῆρχε», Πλούτ.) αρχ. 1. (στο έπος και στη λυρική ποίηση) (με τοπ. σημ. και συν. με δοτ.) πολύ κοντά («νῆσοι... ναιετάουσι μάλα… …