σφῆλ'
1Σφῆλ' — Σφῆλε , Σφῆλος masc voc sg …
2σφῆλ' — σφῆλαι , σφάλλω make to fall aor imperat mid 2nd sg σφῆλαι , σφάλλω make to fall aor inf act σφῆλα , σφάλλω make to fall aor ind act 1st sg (homeric ionic) σφῆλε , σφάλλω make to fall aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …
3σκέλλω — ΜΑ 1. ξηραίνω, καταξηραίνω, αποξηραίνω, στεγνώνω («μὴ... μένος ἠελίοιο σκήλει ἀμφὶ περὶ χρόα ἴνεσιν ἠδὲ μέλεσσιν» για να μη καταξηράνει η δύναμη τού ήλιου το δέρμα γύρω από τα νεύρα και τα μέλη, Ομ. Ιλ.) 2. παθ. σκέλλομαι α) είμαι κατάξηρος,… …