σφᾰκελ-ίζω

  • 1επισφακελίζω — ἐπισφακελίζω (Α) σχηματίζω σφάκελο, γάγγραινα, γαγγραινιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σφακελ ίζω (< σφάκελ ος «γάγγραινα»)] …

    Dictionary of Greek