σφᾰγ-μα
1-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… …
2σφάζω — ΝΜΑ, και αττ. τ. σφάττω και βοιωτ. τ. σφάδδω Α 1. θανατώνω κάποιον κόβοντάς του τον λαιμό 2. (γενικά) φονεύω, σκοτώνω με μαχαίρι, ξίφος ή άλλο αιχμηρό αντικείμενο 3. μτφ. πληγώνω βαθιά, βασανίζω, ταλαιπωρώ (α. «τα λόγια της τόν έσφαξαν» β. «βλέπε …
3φάσφανο — το / φάσγανον, ΝΜΑ όργανο σφαγής, ξίφος, σπαθί, μαχαίρι αρχ. 1. το ξιφοειδές οστό, το ραχοκόκαλο ορισμένων ψαριών 2. βοτ. α) το φυτό ξιφίον, κν. γνωστό σήμερα ως σπαθόχορτο β) το φυτό ξάνθιον 3. το φυτό ασπάλαθος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκός τ., αβέβαιης… …
4κυνοσφαγής — κυνοσφαγής, ές (Α) (για την Εκάτη) αυτή προς τιμήν τής οποίας θυσιάζονται σκύλοι («τῆς κυνοσφαγοῡς θεᾱς», Λυκόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο) + σφαγής (< θ. σφαγ , πρβλ. ἐ σφάγ ην, παθ. αόρ. τού σφάζω / σφάττω), πρβλ. νεο σφαγής] …
5μηλοσφάγος — μηλοσφάγος, ον (Α) αυτός που θυσιάζει πρόβατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (ΙΙ) «πρόβατο» + σφάγος (< θ. σφαγ , πρβλ. ἐ σφάγ ην παθ. αόρ. τού σφάζω / σφάττω), πρβλ. ταυρο σφάγος, χοιρο σφάγος] …
6εθελοσφαγούμαι — ἐθελοσφαγοῡμαι ( έομαι) (Μ) προσφέρομαι να σφαγιασθώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < εθέλω + θ. σφαγ (εσφάγην σφάζω)] …
7λάγανο — το (Α λάγανον) νεοελλ. πρόχειρο ψωμί ψημένο σε χόβολη, σε ζεστή στάχτη, σταχτόπιτα αρχ. λεπτή πίτα ζυμωμένη και ψημένη με λάδι, που μπορεί να αποτελείται και από πολλά λεπτά φύλλα ζύμης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαγ (πρβλ. λαγαίω) + επίθημα ανο (πρβλ.… …
8ναγεύς — ναυγεύς, ὁ (ΑΜ) το γουδοχέρι, ο κόπανος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ναγ (πρβλ. νέ ναγ μαι, παθ. παρακμ. τού ρ. νάσσω «συνθλίβω, πιέζω») + επίθημα εύς (πρβλ. μαγ εύς, σφαγ εύς)] …
9παρασφαγίς — ἡ, Α το σημείο τής περιοχής τού τραχήλου ή τού λάρυγγα όπου σφάζεται το ζώο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + θ. σφαγ τού σφάζω (πρβλ. σφαγή) + επίθημα ίς] …
10παρθενόσφαγος — ον, Α αυτός που προέρχεται από αίμα σφαγμένης παρθένου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρθένος + σφαγος (< θ. σφαγ τού σφάζω, πρβλ. ἐσφάγ ην), πρβλ. ταυρό σφαγος] …
- 1
- 2