σφόδρα

  • 91κατεβαίνω — (AM καταβαίνω, Μ και κατεβαίνω και κατηβαίνω) 1. βαίνω προς τα κάτω, έρχομαι από υψηλότερο σημείο σε χαμηλότερο, κατέρχομαι (α. «κατεβαίνω τη σκάλα» β. «οὐρανόθεν καταβάς», Ομ. Ιλ.) 2. κατέρχομαι από κάπου (α. «κατέβηκε από το αυτοκίνητο» β.… …

    Dictionary of Greek

  • 92κατεπίθυμος — κατεπίθυμος, ον (Α) αυτός που επιθυμεί κάτι σφοδρά («καὶ ἦν κατεπίθυμος τοῡ συγγενέσθαι μετ αὐτῆς», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐπί θυμος «πλήρης επιθυμίας»] …

    Dictionary of Greek

  • 93κατσαδιάζω — [κατσάδα] επιπλήττω σφοδρά, κάνω δριμεία παρατήρηση, μαλώνω …

    Dictionary of Greek

  • 94καυλός — ο (ΑΜ καυλός) 1. το μέρος τού φυτού που βρίσκεται πάνω από την επιφάνεια τού εδάφους, ο βλαστός («ἤ σίλφιον ἤ ὀπὸς ἤ καυλός», Ιπποκρ.) 2. το ανδρικό μόριο 3. αρχιτ. ο κορμός τού κίονα, δηλαδή ο κίονας χωρίς το κιονόκρανο αρχ. 1. η θήκη στην οποία …

    Dictionary of Greek

  • 95καυτηριάζω — (ΑΜ καυτηριάζω) [καυτήρας] 1. ιατρ. καίω με τον καυτήρα ή με πυρακτωμένο σίδερο πάσχοντες ιστούς τού σώματος για θεραπευτικούς σκοπούς, ενεργώ ιατρική καυτηρίαση 2. σχηματίζω με πυρακτωμένο σίδερο ένα σημάδι πάνω στο σώμα ζώου ή και ανθρώπου,… …

    Dictionary of Greek

  • 96καψουρεύομαι — ερωτεύομαι κάποιον σφοδρά, συνήθως χωρίς ανταπόκριση («έμαθα ότι είναι καψουρεμένος μαζί της»). [ΕΤΥΜΟΛ. < καψούρα + κατάλ. εύομαι (πρβλ. ερωτ εύομαι, ονειρ εύομαι)] …

    Dictionary of Greek

  • 97καψούρης — ο 1. καψερός* 2. σφοδρά ερωτευμένος που δεν βρίσκει ανάλογη ανταπόκριση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάψα (II) «σφοδρή επιθυμία» + κατάλ. ούρης (πρβλ. ανακατωσ ούρης, μουρμ ούρης)] …

    Dictionary of Greek

  • 98καύμα — και κάμα (ΑΜ καῡμα, ατος) [καίω] 1. υπερβολική ζέστη λόγω μεγάλης θερμότητας τού ηλίου, καύσωνας (α. «στο κάμα το μεσημερνό αχνίζουν τα χαλίκια», Γρυπ. β. «κυνικά καύματα» γ. «πρὶν ἄν τὸ καῡμα παρέλθῃ», Πλάτ.) 2. έγκαυμα μσν. θυσία μσν. αρχ. μτφ …

    Dictionary of Greek

  • 99κηρ — (I) κήρ, κηρός, αιολ. τ. κάρ, ή, δωρ. πληθ. κάρες (Α) 1. ως κύριο όν. Κήρ η θεά τού θανάτου, ιδίως τού βίαιου, ή τού ολέθρου («δειναὶ δὲ κῆρες σ αἱ κυνώπιδες θεαί», Ευρ.) 2. ως προσηγ. θάνατος, ιδίως βίαιος ή, γενικά, συμφορά, καταστροφή (α.… …

    Dictionary of Greek

  • 100κλαυσίμαχος — κλαυσίμαχος, ον (Α) (ως κωμ. λογοπαίγνιο τού Αριστοφ. για το όνομα Λάμαχος) αυτός που επιθυμεί σφοδρά να πολεμήσει («υἱὸς Λαμάχου,... εἰ σὺ μὴ εἴης ἀνδρὸς βουλομάχου καὶ κλαυσιμάχου τινὸς υἱός», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλαυσι (< κλαίω, πρβλ.… …

    Dictionary of Greek