σφόδρα

  • 81ισχύς — Η ποσότητα της ενέργειας που παράγεται ή απορροφάται από ένα σύστημα στη μονάδα του χρόνου· ειδικότερα, η ι. ενός κινητήρα είναι η ποσότητα του έργου που αυτός παράγει στη μονάδα του χρόνου. Ως προς την κίνηση, η ι. ενός κινητήρα συνήθως… …

    Dictionary of Greek

  • 82κάρτα — (I) κάρτα (Α) επίρρ. 1. πάρα πολύ, σφοδρά («κάρτα κακῶς ῥιγῶ», Ιππων.) 2. εντελώς, κατ εξοχήν («κάρτα δ ἔστ ἐγχώριος», Αισχύλ.) 3. φρ. «καὶ κάρτα» α) (σε διάλογο) αλήθεια, βέβαια β) για ενδυνάμωση αυτού που λέγεται («ἦσαν μὲν καὶ τὰ ἀνέκαθεν… …

    Dictionary of Greek

  • 83κάτομβρος — κάτομβρος, ον (ΑΜ) βροχερός («κάτομβρον ἔαρ», Γεωπ.) αρχ. 1. υγρός από τη βροχή, πολύ βρεγμένος («ἐὰν δὲ σφόδρα ἡ χώρα κάτομβρος ᾖ», Θεόφρ.) 2. (για τα μάτια) γεμάτος δάκρυα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ομβρος (< ὄμβρος), πρβλ. έπ ομβρος, σύν… …

    Dictionary of Greek

  • 84κίσσα — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μία από τις εννέα Πιερίδες, κόρες του Πιέρου . Ο μύθος αναφέρει ότι μεταμορφώθηκε σε πουλί, μαζί με τις αδελφές της, επειδή τόλμη αν να συναγωνιστούν τις Μούσεςστο τραγούδι. 2. Μία από τις Υάδες, τις τροφούς του… …

    Dictionary of Greek

  • 85καθό — (Α καθό) (αντί τού καθ ὅ, όπως πρέπει ίσως να γράφεται) για τον λόγο ότι είναι, δεδομένου ότι είναι, διότι είναι («τούς προτιμούν καθό σοφότεροι») αρχ. 1. καθόσον, όπως, σύμφωνα με το οποίο 2. ως προς, σε αναφορά με («καθὸ μεγέθει καὶ καθὸ… …

    Dictionary of Greek

  • 86καταίγδην — (Α) επίρρ. ορμητικά, βίαια, σφοδρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αΐγ δην «ορμητικά» (< ἀΐσσω)] …

    Dictionary of Greek

  • 87κατανύσσ — και κατανύγω (AM κατανύσσω) 1. διεγείρω σε κάποιον μύχια συναισθήματα ευσέβειας, φέρω κάποιον σε κατάσταση κατάνυξης («ἀκούσαντες δὲ κατενύγησαν τῇ καρδίᾳ», ΚΔ) 2. συγκινώ κάποιον υπερβολικά («ὡς δὲ ἤκουσαν, κατενύγησαν οἱ ἄνδρες καὶ λυπηρὸν ἦν… …

    Dictionary of Greek

  • 88καταπολιτεύομαι — (Α) καταβάλλω κάποιον με την πολιτική, αντιπολιτεύομαι σφοδρά («ὃν τρόπον ὐμᾱς κατεπολιτεύσατο Φίλιππος», Δημοσθ.) …

    Dictionary of Greek

  • 89καταφλέγω — (AM καταφλέγω) (επιτ. τού φλέγω) 1. καταστρέφω με φωτιά, αποτεφρώνω, πυρπολώ 2. μτφ. (για σφοδρά πάθη) κατακαίω, φλογίζω («τόν καταφλέγει ο έρωτας») μσν. 1. καταδικάζω, τιμωρώ 2. πυρώνω μσν. αρχ. προκαλώ καυστικό πόνο, τσούζω αρχ. μτφ.… …

    Dictionary of Greek

  • 90καταφορικός — καταφορικός, ή, όν (Α) [κατάφορος] 1. σφοδρός, ορμητικός, υβριστικός 2. αυτός που νυστάζει, που έχει υπνηλία 3. αυτός που επιφέρει λήθαργο, υπνηλία. επίρρ... καταφορικῶς (Α) 1. σφοδρά, ορμητικά 2. (κατά τον Ησύχ.) με κένωση, με εκκένωση, με… …

    Dictionary of Greek