σφόδρα
71επιποθώ — (Α ἐπιποθῶ, έω) 1. επιθυμώ επιπλέον, σφοδρά («τοῡτ’ ἐστὶν ὃ ἔτι ἐπιποθῶ», Πλάτ.) 2. επιζητώ με μεγάλη επιθυμία 3. λυπάμαι για την στέρηση, αποζητώ …
72επισπώ — ἐπισπῶ, άω (AM) 1. σέρνω προς το μέρος μου 2. παίρνω με το μέρος μου, κερδίζω («πέποιθα τοῡτ’ ἐπισπάσειν κλέος», Σοφ.) αρχ. 1. σέρνω προς τα έξω, κλείνω («ἐπισπάσασα τὴν θύραν εἴχετο τοῡ ῥόπτρου», Ξεν.) 2. σφίγγω («ἐπισπασθέντος τοῡ βρόχου… …
73επιτεταμένως — ἐπιτεταμένως (Α) επίρρ. 1. έντονα, με επίταση, με δύναμη 2. με επιμονή 3. υπέρμετρα, υπερβολικά 4. βίαια, ορμητικά, σφοδρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < επι τεταμένος, μτχ. παρακμ. τού επιτείνομαι] …
74ερωτικός — ή, ό (AM ἐρωτικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον έρωτα, αυτός που προέρχεται από έρωτα («ερωτική λύπη») 2. αυτός που εκφράζει έρωτα («ερωτική επιστολή») 3. ο επιρρεπής στον έρωτα, αυτός που εύκολα και επιπόλαια ερωτεύεται μσν.… …
75ευβοτούμαι — εὐβοτοῡμαι, έομαι (Α) [εύβοτος] (για περιοχή) έχω καλή βοσκή («διὰ πεδίων εὐβοτουμένων σφόδρα», Στράβ.) …
76ευοινώ — εὐοινῶ, έω (Α) [εύοινος] παράγω άφθονο κρασί, έχω καλό κρασί («εὐοινεῑ δὲ σφόδρα ἡ γῆ», Στράβ.) …
77ζηλότυπος — η, ο (AM ζηλότυπος, ον) αυτός που διακατέχεται από το πάθος τής ζηλοτυπίας, ο φθονερός, ο ζηλιάρης («σφόδρα ζηλότυπος ό νεανίσκος ἦν», Αριστοφ.) νεοελλ. (για συζύγους) καχύποπτος για τη συζυγική ή την ερωτική πίστη αρχ. 1. αυτός που έχει προθυμία …
78θοάζω — (I) θοάζω (Α) [θοός] 1. (μτβ.) κινώ βίαια, σφοδρά, γρήγορα («θοάζειν πτέρυγας», Ευρ.) 2. βιάζω («τὶς ὅδ ἀγὼν θοάζων σε;» τί έργο σε βιάζει τόσο; Ευρ.) 3. επισπεύδω 4. μτφ. καταβροχθίζω με λαιμαργία («ἐθόαζον σῑτα γένυσιν» καταβρόχθιζαν λαίμαργα… …
79θύω — (I) (ΑΜ θύω) προσφέρω θυσία, θυσιάζω νεοελλ. μτφ. 1. καταστρέφω, αφανίζω, εξοντώνω 2. φρ. α) «θύω στον Βάκχο» μεθώ, πίνω υπερβολικά β) «θύω στην Αφροδίτη» παραδίδομαι σε σαρκικές απολαύσεις γ) «θύω και απολλύω» i. κάνω μεγάλες καταστροφές ii.… …
80ιμείρω — ἱμείρω και ἰμέρρω (Α) 1. επιθυμώ σφοδρά, ποθώ 2. επιθυμώ να κάνω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ίμερος] …