σφόδρα
111μαλερός — μαλερός, ά, όν (Α) 1. ισχυρός, ορμητικός, βίαιος 2. (για τη φωτιά) καταστρεπτικός («μαλερῷ δὲ καταφλέξας πυρὶ κώμας», Ησίοδ.) 3. ενθουσιώδης, σφοδρός («πόθῳ στένεται μαλερῷ», Αισχύλ.) 4. δεινός, τρομερός («πόνους τλήνας μαλεροὺς ἀκάμαντας»,… …
112μείρομαι — (I) (ΑM μείρομαι) 1. (στον παθ. παρακμ. και υπερσ. ως απρόσ.) εἵμαρται, εἵμαρτο είναι πεπρωμένο, είναι (ήταν) ορισμένο από τη μοίρα («νῡν δὲ με λευγαλέῳ θανάτῳ εἵμαρτο ἁλῶναι», Ομ. Ιλ.) 2. (το θηλ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) ἡ εἱμαρμένη η μοίρα,… …
113μενοινή — μενοινή, ἡ (Α) έντονη, θερμή επιθυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. μενοινῶ «επιθυμώ σφοδρά, επιζητώ»] …
114μενοινώ — μενοινῶ, άω, επικ. τ. ώω (Α) 1. επιθυμώ σφοδρά κάτι, επιζητώ κάτι («νῡν σφάξαι μενοινᾷς», Ευρ.) 2. είμαι πρόθυμος για κάτι («πεζοὶ δὲ μενοίνεον, εἰ τελέουσιν», Ομ. Ιλ.) 3. σχεδιάζω ή διανοούμαι εναντίον κάποιου κάτι κακό («κακὰ δὲ Τρώεσσι… …
115μυριορέγομαι — επιθυμώ κάτι πάρα πολύ ή αγαπώ υπέρμετρα, σφοδρά («όλα τα μυριορέγετο κι επαίνα η Αρετούσα», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + ὀρέγομαι] …
116μώμαι — μῶμαι, άομαι (Α) (ποιητ. τ. τού μαίομαι*) 1. ποθώ, επιζητώ 2. μελετώ, έχω σκοπό, προτίθεμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει πιθ. την εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα (* mō ) τής ΙΕ ρίζας *me «επιθυμώ σφοδρά» και συνδέεται με τα ρ. μαίομαι και μαιμῶ, άω… …
117νευρά — Οι νευρικές δέσμες. Βλ. λ. νευρικό σύστημα. * * * η (Α νευρά, ιων. τ. νευρή, ποιητ. τ. νευρειή) χορδή τόξου ή μουσικού οργάνου κατασκευασμένη από νεύρο ή από έντερο («οἱ μὲν αὐτῶν σφόδρα τὰς νευρὰς ἐπιτείνοντες», Λουκιαν.) αρχ. λυγαριά. [ΕΤΥΜΟΛ.… …
118οίομαι — οἴομαι, επικ. τ. ὀΐομαι, συνηρ. τ. οἶμαι και ενεργ. τ. οἴω, επικ. τ. ὀΐω, λακων. τ. οἰῶ (Α) 1. προαισθάνομαι, προμαντεύω, προβλέπω («γόον δ ὠΐετο θυμός», Ομ. Οδ.) 2. προσδοκώ, περιμένω να συμβεί κάτι 3. υποπτεύομαι, υποψιάζομαι («ἦ τινά που δόλον …
119ορεχθώ — ὀρεχθῶ, έω (Α) (αμφβλ. σημ.) 1. (για ζώο που σφάζεται) εκβάλλω τραχύ ήχο από τον λάρυγγα κατά την αγωνία τού θανάτου («βόες... ὀρέχθεον ἀμφὶ σιδήρῳ σφαζόμενοι», Ομ. Ιλ.) 2. (κατ άλλη ερμ.) εκτείνομαι, τεντώνομαι κατά την αγωνία τού θανάτου 3.… …
120πανίμερος — ον, Α 1. εξαιρετικά αξιέραστος, πολύ αγαπητός 2. αυτός που φλέγεται από επιθυμία, που επιθυμεί σφοδρά κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἵμερος «πόθος, επιθυμία» (πρβλ. εφ ίμερος)] …