σφόδρα

  • 11λάβρος — α, ο (Α λάβρος, ον, θηλ. και α) ορμητικός, βίαιος, σφοδρός (α. «επιτέθηκε λάβρος» επιτέθηκε με ορμή β. «ὄμβρος τε λάβρος», Ηρόδ. γ. «οὖρον... λάβρον ἐπαιγίζοντα δι αἰθέρος», Ομ. Οδ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ζωολ. ο λάβρος γένος τελεόστεων… …

    Dictionary of Greek

  • 12μαιμώ — μαιμῶ, άω, (Α) 1. επιθυμώ σφοδρά, λαχταρώ («μέμησε δὲ oἱ φίλον ἧτορ», Ομ. Ιλ.) 2. κινούμαι ορμητικά, μαίνομαι («μαιμᾷ πέλας... δίπος ὄφις», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μαι μά ω ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *mē «επιθυμώ σφοδρά» και εμφανίζει επιτατικό… …

    Dictionary of Greek

  • 13μενεαίνω — (Α) 1. δείχνω προθυμία να κάνω κάτι, προθυμοποιούμαι («μενεαίνεις Ἰλίου ἐξαπαλάξαι πτολίεθρον», Ομ. Ιλ.) 2. επιθυμώ σφοδρά κάτι («ἐμοὶ μενέαινον ὄλεθρον», Κόιντ.) 3. οργίζομαι σφοδρά 4. φρ. «κτεινόμενος μενέαινε» ψυχομαχούσε, πεθαίνοντας ανέπνεε… …

    Dictionary of Greek

  • 14παράφορος — η, ο / παράφορος, ον, ΝΑ [παραφέρω] αυτός που φέρεται, που κινείται κοντά σε κάτι με σφοδρότητα, σφοδρός, ορμητικός (α. «παράφορος έρωτας β. «παράφορος πρὸς δόξαν», Πλούτ.) νεοελλ. αυτός που παραφέρεται, που εξάπτεται εύκολα, ευερέθιστος,… …

    Dictionary of Greek

  • 15σφοδρός — ή, ό / σφοδρός, ά, όν, ΝΜΑ, και σφοδρός, όν, Α ορμητικός, βίαιος ή έντονος, ισχυρός (α. «σφοδρή θαλασσοταραχή» β. «σφοδρός έρωτας» γ. «σφοδρόν καῡμα», Γαλ. δ. «σφοδρὸν μῑσος», Θουκ.) αρχ. 1. (για πρόσ.) α) παράφορος («νέος δὲ καὶ σφοδρὸς ὁ υἱὸς… …

    Dictionary of Greek

  • 16зело — очень , блр. до зела очень , др. русск. зѣлъ сильный , ст. слав. ѕѣлъ σφοδρός, ѕѣло σφόδρα, μάλα, словен. zelô, др. чеш. zielo очень . Родственно лат. gailùs резкий, едкий, мстительный , gailas буйный , лтш. gails сладострастный , гот. gailjan… …

    Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • 17Hillel the Elder — Hillel (הלל) (born Babylon traditionally c.110BCE 10CE [ [http://www.jewishencyclopedia.com/view.jsp?artid=730 letter=H Jewish Encyclopedia: Hillel] : His activity of forty years is perhaps historical; and since it began, according to a… …

    Wikipedia

  • 18Codex Bezae — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 05 A sample of the Greek text from the Codex Bezae …

    Wikipedia

  • 19Hillel Hazaken — « Hillel » redirige ici. Pour les autres significations, voir Hillel (homonymie) …

    Wikipédia en Français

  • 20Hillel l'Ancien — Hillel Hazaken Pour les articles homonymes, voir Hillel …

    Wikipédia en Français