σφήκη

  • 1σφήκος — τὸ, Α (στην αιτ. πληθ.) σφήκη πιθ. αρμαθιές σύκων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με τη λ. σφήξ, ηκός «σφήκα»] …

    Dictionary of Greek