σφόνδυλος
1σφόνδυλος — vertebra masc nom sg …
2σφόνδυλος — Όργανο περιστρεφόμενο, που διαθέτει μεγάλη ροπή αδρανείας ως προς τον άξονα περιστροφής. Για να επιτευχθεί η μέγιστη τιμή της ροπής αδρανείας με ίση μάζα, ο σ. κατασκευάζεται γενικά σε σχήμα τροχού με πολύ βαριά την εξωτερική στεφάνη. Η ειδική… …
3σφονδύλοις — σφόνδυλος vertebra masc dat pl …
4σφονδύλοισιν — σφόνδυλος vertebra masc dat pl (epic ionic aeolic) …
5σφονδύλου — σφόνδυλος vertebra masc gen sg …
6σφονδύλους — σφόνδυλος vertebra masc acc pl …
7σφονδύλων — σφόνδυλος vertebra masc gen pl …
8σφονδύλῳ — σφόνδυλος vertebra masc dat sg …
9σφόνδυλοι — σφόνδυλος vertebra masc nom/voc pl …
10σφόνδυλον — σφόνδυλος vertebra masc acc sg …
Страницы