σφυρίχτρα
1σφυρίχτρα — και σφυρίκτρα, η, Ν 1. όργανο που, με τη διοχέτευση μέσα σ αυτό ρεύματος αέρα, παράγεται συριστικός ήχος, σφύριγμα 2. μτφ. (για πρόσ.) ο διαιτητής ομαδικών αθλημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφυρίζω + κατάλ. τρα (πρβλ. κουβαρίσ τρα)] …
2σφυρίχτρα — η όργανο με το οποίο σφυρίζουμε …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3-τρο(ν) — ΝΜΑ επίθημα.ουδέτερων ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που εμφανίζεται ήδη σε αρχαιότατα κείμενα, έχει μεγάλη παραγωγική δύναμη, κυρίως στην Αρχαία, και απαντά σε 200 περίπου ουσιαστικά. Το επίθημα ουδετέρου τρον, όπως και τα… …
4ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… …
5πιάστρα — η, Ν 1. κομμάτι από ύφασμα με το οποίο πιάνει κανείς θερμά σκεύη («πιάνω το τσουκάλι με τις πιάστρες») 2. το πιάστρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πιασ τού αορ. έ πιασ α τού πιάνω + κατάλ. τρα (πρβλ. σφυρίχτρα)] …
6πλατυσμάτιο — το / πλατυσμάτιον, ΝΑ [πλάτυσμα] νεοελλ. (θερμοδυν.) πλατύ μεταλλικό στέλεχος, κατασκευασμένο από εύτηκτο κράμα το οποίο κατά την υπερθέρμανση ενός λέβητα τήκεται και επιτρέπει τη διαφυγή τού ατμού στην ελεύθερη ατμόσφαιρα, με αποτέλεσμα την… …
7πόλο — Ιππικό άθλημα, διαδεδομένο από πολύ παλαιά σε όλη σχεδόν την ασιατική ήπειρο. Ο όρος είναι παραφθορά της θιβετικής λέξης πούλου, που σημαίνει μπάλα. Πρώτοι έμαθαν το παιγνίδι Άγγλοι αξιωματικοί που υπηρετούσαν στη Βεγγάλη το 1855 και το 1869 το… …
8σουρίχτρα — η, Ν βλ. σφυρίχτρα …
9συρίκτρα — και σουρίχτρα, η, Ν η σφυρίχτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συρίζω (Ι) / σουρίζω + επίθημα τρα (πρβλ. ξύσ τρα). Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Κανονισμό Ασκήσεων Πεζικού] …
10σφυρίκτρα — η, Ν βλ. σφυρίχτρα …
- 1
- 2