σφυρίς
1σφυρίς — ίδος, ἡ, Α βλ. σπυρίς …
2σφυρί — σφυρίς large basket fem voc sg …
3σφυρίδα — σφυρίς large basket fem acc sg …
4σφυρίδας — σφυρίς large basket fem acc pl …
5σφυρίδος — σφυρίς large basket fem gen sg …
6σπυρίδα — η / σπυρίς, ίδος, ΝΜΑ, και σφυρίς Α πλατύ καλάθι με ανοιχτό στόμιο για μεταφορά τροφίμων ή για ψάρεμα, ζεμπίλι, ψαροκόφινο (α. «τὸ περισσεῡον τῶν κλασμάτων ἑπτὰ σπυρίδας», ΚΔ β. «σφυρίδος δηνάρια πέντε», επιγρ. γ. «κατιεῑ σχοινίῳ σπυρίδα μεινὴν… …
7порка — 1) черпак, большой ковш , 2) сосуд из бересты , арханг., олонецк. (Даль). Абсолютно гадательно предположение о родстве с лат. sporta корзина (вопреки Ильинскому, Slavia , 9, 585), которое гораздо лучше объясняется как заимств. через этрусск. из… …
8σπυρίδιον — και σφυρίδιον και σφυρίδον και σφυρίδιν και σφυρίτιν, τὸ, Α [σπυρίς, ίδος / σφυρίς] μικρή σπυράς*, μικρό κομμάτι κοπριάς αιγοπροβάτων …
9σπυριδοφόρος — και σφυριδοφόρος, ον, Α αυτός που κρατάει καλάθι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπυρίς, ίδος / σφυρίς «καλάθι» + φόρος*] …
10σφυρίδα — Κοινό όνομα του τελεόστεου ψαριού σερράνος ο κύνειος (serranus caninus), της οικογένειας των Σερρανιδών, της τάξης των περκόμορφων. Έχει μακρουλό και τριγωνικό σώμα με ράχη κυρτή. Ο χρωματισμός της είναι γαλαζόμαυρος στα πάνω τμήματα του σώματος… …
- 1
- 2