σφυγμός
1σφυγμός — throbbing of inflamed parts masc nom sg …
2σφυγμός — ο, ΝΜΑ [σφύζω] ρυθμική συστολή και διαστολή τής καρδιάς που εξασφαλίζει την κυκλοφορία τού αίματος και γίνεται αντιληπτή με ψηλάφιση, ο παλμός (α. «συχνός σφυγμός» β. «τῶν σφυγμῶν ἅψασθαι», Γαλ.) νεοελλ. 1. μτφ. το ευαίσθητο σημείο, η αδυναμία… …
3σφυγμός — ο 1. ρυθμική κίνηση των τοιχωμάτων των αρτηριών που προκαλείται από τις συστολές της καρδιάς: Διαπιστώθηκε πως ο σφυγμός του ήταν φυσιολογικός. 2. αδύνατο σημείο, ευαίσθητη χορδή κάποιου: Του βρήκε το σφυγμό …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4σφυγμός αρτηριακός — (Ιατρ.). Οι παλμοί των αρτηριακών τοιχωμάτων κάτω από την πίεση του συστολικού κύματος του αίματος. Οι παλμοί αυτοί γίνονται με την ψηλάφηση μιας αρτηρίας, κυρίως της κερκιδικής, που είναι αρκετά επιφανειακή στο ύψος του καρπού. Ο αρτηριακός… …
5σφυγμοῖν — σφυγμός throbbing of inflamed parts masc gen/dat dual …
6σφυγμοῖς — σφυγμός throbbing of inflamed parts masc dat pl …
7σφυγμοῖσι — σφυγμός throbbing of inflamed parts masc dat pl (epic ionic aeolic) …
8σφυγμοῖσιν — σφυγμός throbbing of inflamed parts masc dat pl (epic ionic aeolic) …
9σφυγμοί — σφυγμός throbbing of inflamed parts masc nom/voc pl …
10σφυγμοῦ — σφυγμός throbbing of inflamed parts masc gen sg …