σφυγμός
81ισόχρονος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που γίνεται σε ίσα χρονικά διαστήματα, ρυθμικός: Ισόχρονος σφυγμός. 2. αυτός που γίνεται κατά τον ίδιο χρόνο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
82σφυγμογράφος — ο όργανο με το οποίο εξετάζεται ο σφυγμός και παίρνεται ένα γραμμικό διάγραμμά του …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
83σφύξη — η σφυγμός …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
84ταχύς, -εία, -ύ — 1. γρήγορος, γοργοκίνητος, βιαστικός: Είναι ταχύς στη δουλειά του. 2. συχνότερος: Ταχύς σφυγμός …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
85φυσιολογικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυσιολογία (βλ. λ.), που είναι της φυσιολογίας, που είναι της βιολογίας, ο βιολογικός: Φυσιολογικό εργαστήριο (το φυσιολογείο). 2. αυτός που υπάρχει, γίνεται ή εξελίσσεται σύμφωνα με τη φύση (σε… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
86esfigmógrafo — (Del gr. σφυγμός, pulso, y ‒grafo). m. Med. Instrumento que registra el pulso …
87esfigmómetro — (Del gr. σφυγμός, pulso, y ‒metro). m. Med. esfigmógrafo …
88(s)p(h)eu-d- — (s)p(h)eu d English meaning: to press, hurry Deutsche Übersetzung: “drũcken, with Nachdruck betreiben, eilen” Material: Pers. poy “haste, hurry” (Iran. *pauda ), parth. pwd “run, flow”; Gk. σπεύδω ‘spute mich, hurry; bin emsig,… …