σφυγμός

  • 71υπεκλείπω — Α [ἐκλείπω] εξασθενώ, φθίνω, σβήνω βαθμιαία («σφυγμὸς ἀνώμαλος καὶ ἄτακτος καὶ ὑπεκλείπων», Γαλ.) …

    Dictionary of Greek

  • 72φλίω — Α είμαι γεμάτος, φουσκωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φλίω και η οικογένειά του ανάγονται, κατά την πιθανότερη άποψη, στην ΙΕ ρίζα *bhl ei / *bhl i «φουσκώνω, πρήζομαι, ξεχειλίζω», η οποία αποτελεί παρεκτεταμένη, με * i , μορφή τής ρίζας *bhel «φουσκώνω,… …

    Dictionary of Greek

  • 73φλεβοπαλία — ἡ, Α ο σφυγμός φλέβας. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλέψ, φλεβός + παλία (< παλος / παλής < πάλλω)] …

    Dictionary of Greek

  • 74άσθμα, βρογχικό — Παροξυσμική αντίδραση που εκδηλώνεται στο ύψος των αναπνευστικών οδών με στένωση του αυλού των βρογχιολίων λόγω σύσπασης των μυϊκών ινών τους, με οίδημα του βλεννογόνου και υπερέκκριση των αδένων, σε άτομα με ιδιοσυστατική προδιάθεση. Κλινικά… …

    Dictionary of Greek

  • 75ζωτικό σημείο — Ένδειξη –όπως ένας σφυγμός, ένας χτύπος καρδιάς, μία συστολή της κόρης, μία κίνηση αναπνοής του στήθους– ότι το άτομο είναι ακόμη ζωντανό …

    Dictionary of Greek

  • 76Ραντέφσκι Χρίστο — Βούλγαρος ποιητής. Γεννήθηκε το 1903. Από το 1927 ήταν μέλος του Κομουνιστικού κόμματος της Βουλγαρίας και γραμματέας της Ένωσης Βουλγάρων Συγγραφέων (1949 58). Ασχολήθηκε με τη ρομανική φιλολογία στο πανεπιστήμιο της Σόφιας. Στα έργα του Σφυγμός …

    Dictionary of Greek

  • 77ԹՆԴԻՒՆ — ( ) NBH 1 0815 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c, 12c, 14c գ. ԹՆԴԻՒՆ ԹՆԴՈՒՄՆ. ἧχος, ψόφος sonus, strepitus, fragor, strepitus συγκρουσμός collisio κίνησις motus σφυγμός pulsus παλμός vibratio, palpitatio Թունդ. թինդ.… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 78ԹՆԴՈՒՄՆ — (դման, անց.) NBH 1 0815 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c, 12c, 14c գ. ԹՆԴԻՒՆ ԹՆԴՈՒՄՆ. ἧχος, ψόφος sonus, strepitus, fragor, strepitus συγκρουσμός collisio κίνησις motus σφυγμός pulsus παλμός vibratio, palpitatio… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 79ՇՆՉԵՐԱԿ — (ի, աց.) NBH 2 0486 Chronological Sequence: Unknown date, 7c, 8c գ. ἁρτηρία arteria σφυγμός pulsus φλέψ vena . Երակ՝ ծարակ՝ աման՝ անցք շնչոյ. շնչաբեր երակ. շնչափող. խռչափող. եւ որ եւ է երակ շնչաբեր. ուստի եւ Զարկ բազկի. տամար, լատամար, եւ ...:… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 80αταξία — η 1. έλλειψη τάξης, ακαταστασία: Στο σπίτι αυτό υπάρχει μεγάλη αταξία. 2. παρεκτροπή, απειθαρχία: Οι αταξίες των παιδιών αυτών είναι πολύ σοβαρές. 3. αρρυθμία: Ο σφυγμός του παρουσιάζει μιαν αταξία …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)