σφυγμός

  • 61σφυγμοκρατώ — έω, Μ κρατώ τον σφυγμό, σφυγμομετρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφυγμός + κρατῶ (< κράτης < κράτος), πρβλ. θαλασσο κρατώ] …

    Dictionary of Greek

  • 62σφυγμολόγος — ο / σφυγμολόγος, ον, ΝΜ νεοελλ. ιατρ. ειδική συσκευή κατάλληλη για τον προσδιορισμό τής συχνότητας και τών άλλων χαρακτηριστικών τού σφυγμού μσν. αυτός που πραγματεύεται το θέμα τού σφυγμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφυγμός + λόγος*] …

    Dictionary of Greek

  • 63σφυγμομανόμετρο — Συσκευή που χρησιμεύει για τη μέτρηση της αρτηριακής πίεσης. Αποτελείται συνήθως από ελαστικό θάλαμο (περιβραχιόνιο), μια ελαστική φούσκα (πουάρ) με βαλβίδα που χρησιμεύει για την εισαγωγή αέρα στο όλο σύστημα, ένα υδραργυρικό ή μεταλλικό… …

    Dictionary of Greek

  • 64σφυγμομαχώ — έω, Μ (σκωπτικά) μάχομαι κατά τών σφυγμών, προσπαθώ να ελαττώσω την παθολογική συχνότητα τών σφυγμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφυγμός + μαχῶ (< μάχος < μάχομαι), πρβλ. πυργο μαχώ] …

    Dictionary of Greek

  • 65σφυγμομετρώ — Ν 1. μετρώ τη συχνότητα τών σφυγμών τής καρδιάς 2. μτφ. α) προσπαθώ να εξιχνιάσω τις διαθέσεις, προθέσεις ή τα αισθήματα ενός ή περισσότερων ανθρώπων β) κάνω σφυγμομέτρηση τής κοινής γνώμης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφυγμός + μετρώ. Η λ. μαρτυρείται από το… …

    Dictionary of Greek

  • 66σφυγμόγραμμα — το, Ν το σφυγμογράφημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. sphygmogramme (< σφυγμός + γραμμα < γράφω)] …

    Dictionary of Greek

  • 67σφυγμόμετρο — το, Ν όργανο κατάλληλο για τη μέτρηση τής συχνότητας και τής κανονικότητας τών σφυγμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφυγμός + μέτρο. Η λ., στον λόγιο τ. σφυγμόμετρον, μαρτυρείται από το 1876 στον Θ. Αφεντούλη] …

    Dictionary of Greek

  • 68σφύξη — η / σφύξις, εως, ΝΑ [σφύζω] ο αρτηριακός παλμός, ο σφυγμός (α. «έχει ογδόντα σφύξεις το λεπτό» β. «σφύξις τής καρδίας», Αριστοτ.) …

    Dictionary of Greek

  • 69ταχυσφυγμία — η, Ν ιατρ. υπερβολική αύξηση τής συχνότητας τού σφυγμού, που αποτελεί εκδήλωση ταχυκαρδίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + σφυγμία (< σφυγμός)] …

    Dictionary of Greek

  • 70ταχύς — εία, ύ / ταχύς, εῑα, ύ, ΝΜΑ, συγκριτ. ταχύτερος, η, ο, υπερθ. ταχύτατος, η, ο και τάχιστος, η, ο, Ν, και συγκριτ. ταχύτερος, έρα, ον και ταχίων, τάχιον, και θάσσον, θᾱσσον, και υπερθ. ταχύτατος, άτη, ον και τάχιστος, ίστη, ον, ΜΑ, και αττ. τ.… …

    Dictionary of Greek