σφυγμός

  • 51προαπαλλάσσω — αττ. τ. προαπαλλάττω Α 1. απαλλάσσω εκ τών προτέρων 2. χάνω κάποια ιδιότητα («ὁ σφυγμὸς προαπαλλάσσει τὴν σφοδρότητα», Μαρκελλίν. Ιατρ.) 3. αναχωρώ πρωτύτερα («οἱ Αιτωλοὶ πάντες προαπηλλαχότες ἦσαν εἰς τὴν οἰκείαν», Διόδ.) 4. φρ. «προαπαλλάσσω… …

    Dictionary of Greek

  • 52σοκ — Παθητική απάντηση του οργανισμού σε διάφορες παθολογικές καταστάσεις η οποία εκδηλώνεται με σοβαρή διαταραχή της περιφερειακής κυκλοφορίας, που προκαλεί μεγάλη κατάπτωση όλων των ζωικών ικανοτήτων. Τα αίτια είναι πολλαπλά. Στην πρώτη θέση είναι… …

    Dictionary of Greek

  • 53συστολή — η, ΝΜΑ [συστέλλω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συστέλλω, ο περιορισμός σε όγκο ή σε έκταση 2. ιατρ. σύσπαση ενός οργάνου τού σώματος, όπως λ.χ. τής καρδιάς ή τής μήτρας, που προκαλεί σμίκρυνση τών κοιλοτήτων του («σφυγμός ἐστι διαστολὴ καὶ …

    Dictionary of Greek

  • 54συχνοσφυγμία — η, Ν ιατρ. (ορθτ. όρος αντί ταχυσφυγμία) η αύξηση τής συχνότητας τού σφυγμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < συχνός + σφυγμός] …

    Dictionary of Greek

  • 55σφυγμή — ἡ, Α πιθ. μη φυσιολογική παλμική κίνηση τού οργανισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιθ. αντί τής λ. σφυγμός] …

    Dictionary of Greek

  • 56σφυγμικάριον — τὸ, Μ τεύχος που πραγματεύεται το θέμα τού φλεβικού σφυγμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφυγμικός (< σφυγμός) + κατάλ. άριον (< λατ. arium)] …

    Dictionary of Greek

  • 57σφυγμογράφημα — το, Ν η καταγραφή τών σφυγμών με τη βοήθεια τού σφυγμογράφου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. sphygmogramme < sphygmo (< σφυγμός) + gramme, το οποίο αποδόθηκε στην Ελληνική με το γράφημα] …

    Dictionary of Greek

  • 58σφυγμογράφος — ο, Ν ειδική συσκευή με την οποία καταγράφονται οι κτύποι τού σφυγμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. sphygmographe (< σφυγμός + γράφος*). Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Εστία] …

    Dictionary of Greek

  • 59σφυγμογραφία — η, Ν η καταμέτρηση τών αρτηριακών σφύξεων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. sphygmographie (< σφυγμός + γραφία*)] …

    Dictionary of Greek

  • 60σφυγμοειδής — ές, Μ σφυγμώδης. επίρρ... σφυγμοειδῶς Μ σαν την παλμική κίνηση τού σφυγμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφυγμός + ειδής*] …

    Dictionary of Greek