σφυγμός

  • 41κλονώδης — ες (AM κλονώδης, ῶδες) [κλόνος] αυτός που γίνεται με ταραχή ή με σπασμούς, σπασμωδικός («κλονώδης σφυγμός», Γαλ.) νεοελλ. αυτός που υφίσταται κλονισμούς …

    Dictionary of Greek

  • 42κρυοπληξία — Παθολογική κατάσταση, κατά την οποία η εσωτερική θερμοκρασία του οργανισμού κατεβαίνει κάτω από τους 34°C. Τα περισσότερα ζώα ανέχονται εσωτερική θερμοκρασία 18 20°C· τα μαστοφόρα έχουν ένα όριο ανοχής που φτάνει μέχρι τους 20 22°C. Στον άνθρωπο… …

    Dictionary of Greek

  • 43κυματώδης — ες (Α κυματώδης, ῶδες) αυτός που έχει πολλά και μεγάλα κύματα, φουρτουνιασμένος («αύριο η θάλασσα θα είναι κυματώδης») αρχ. 1. (για τόπο) αυτός που πλήττεται από κύματα 2. μτφ. (για τον σφυγμό) αυτός που παρουσιάζει αυξομειώσεις, κυμαινόμενος… …

    Dictionary of Greek

  • 44κυμογραφία — η φυσιολ. η εγγραφή υπό μορφή καμπύλης, με τη βοήθεια αυτογραφικής συσκευής, διαφόρων φυσιολογικών φαινομένων, όπως είναι ο σφυγμός, η αναπνοή κ.ά., καθώς και η εγγραφή με τη βοήθεια τών ακτίνων Χ τών κινήσεων ορισμένων σπλάγχνων και ειδικότερα… …

    Dictionary of Greek

  • 45κόπωση — Καταπόνηση· κούραση. (Ιατρ.) Κατάσταση κατάπτωσης των ικανοτήτων της αντίληψης, της προσοχής, της ψυχοκινητικής δραστηριότητας και της αντίδρασης σε εξωτερικά ερεθίσματα, που φυσιολογικά ακολουθεί μια παρατεταμένη προσπάθεια, σωματική ή… …

    Dictionary of Greek

  • 46μικροσφυξία — μικροσφυξία, ἡ (Α) [μικρόσφυκτος] αδυναμία τού σφυγμού, αδύνατος σφυγμός …

    Dictionary of Greek

  • 47νότυλος — νότυλος, ὁ (Α) (στη φρ. νότυλος σφυγμός) λέξη η οποία πλάστηκε από τον Αρχιγένη και χρησιμοποιούνταν πιθανώς για να δηλώσει την έννοια τού μαλακού, τού απαλού …

    Dictionary of Greek

  • 48παλμός — Κραδασμός, δόνηση. Για την καρδιά, ο όρος υποδηλώνει τον σφυγμό. Καρδιακός π. σημαίνει την περιοδική και ρυθμική λειτουργία της καρδιάς. * * * ο (ΑΜ παλμός) [πάλλω] 1. παλινδρομική τρομώδης κίνηση μικρής διάρκειας και μικρού εύρους, τρέμουλο… …

    Dictionary of Greek

  • 49παράδοξος — η, ο / παράδοξος, ον, ΝΑ αυτός που γίνεται παρά προσδοκία, απίστευτος, απίθανος, παράξενος, αλλόκοτος (α. «οι ιστορίες του είναι πάντα παράλογες και παράδοξες» β. «πάνυ γὰρ παράδοξα λέγεις», Ξεν.) νεοελλ. 1. ιατρ. χαρακτηρισμός παθολογικού… …

    Dictionary of Greek

  • 50παρέμπτωση — η / παρέμπτωσις, ώσεως, ΝΑ [παρεμπίπτω] νεοελλ. ιατρ. διαταραχή στον παλμό τών αρτηριών, ανώμαλος σφυγμός αρχ. 1. (για υγρό) εισροή, διείσδυση 2. σύμπτωση, συμβάν 3. γραμμ. α) παρεμβολή λέξεων, σκέψεων, γραμμάτων β) υπονοούμενο 4. ιατρ. (για… …

    Dictionary of Greek