σφυγμός

  • 31esfigmógrafo — (Del gr. sphygmos, latido + grapheo, grabar.) ► sustantivo masculino MEDICINA Instrumento que registra los movimientos, fuerza y forma del pulso arterial: ■ la enfermera le tomó el pulso con el esfigmógrafo. * * * esfigmógrafo (de «esfigmo» y «… …

    Enciclopedia Universal

  • 32esfigmómetro — (de «esfigmo» y « metro») m. Med. Instrumento con que se mide la frecuencia de las pulsaciones. ⇒ Pulsímetro. * * * esfigmómetro. (Del gr. σφυγμός, pulso, y ‒metro). m. Med. esfigmógrafo …

    Enciclopedia Universal

  • 33άλμα — Αθλητικό αγώνισμα το οποίο διαιρείται σε τέσσερις ειδικότητες: ά. εις ύψος, ά. επί κοντώ, ά. εις μήκος, ά. τριπλούν. Στο ά. εις ύψος, ο αθλητής πρέπει να υπερπηδήσει έναν οριζόντιο πήχη που έχει τοποθετηθεί μεταξύ δύο καθέτων δοκών· μπορεί να… …

    Dictionary of Greek

  • 34αγωνία — Η ταραχή· αίσθημα ανασφάλειας ή και φόβου. (Βιολ.)Η μεταβατική περίοδος κατά την οποία εξαφανίζονται οι δυνατότητες της ζωής, οι τελευταίες στιγμές πριν από τον θάνατο. Κύρια συμπτώματα της α. είναι: δυσκολία στην αναπνοή που συνοδεύεται με ρόγχο …

    Dictionary of Greek

  • 35ασφυγμία — η (Α ἀσφυγμία) [σφυγμός < σφύζω] η έλλειψη σφυγμού σ ένα περιφερειακό αγγείο του σώματος …

    Dictionary of Greek

  • 36βασμός — (I) ο, [βάζω II] 1. ήχος που μοιάζει με τον βόμβο των μελισσών 2. βοή, θόρυβος 3. ο σφυγμός. (II) βασμός, ο (Μ) (AM) ο βαθμός· [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του βαθμός (< βαίνω)] …

    Dictionary of Greek

  • 37βραχίονας — Στον όρο αυτό αντιστοιχούν γενικά οι ανατομικές περιοχές του κυρίως β., του αγκώνα και του αντιβραχίονα, που μαζί με τον ώμο, τον καρπό και το ακράχερο αποτελούν το άνω άκρο. Στον κυρίως β., ο σκελετός του οποίου αποτελείται από το βραχιόνιο οστό …

    Dictionary of Greek

  • 38βρογχοπνευμονία — Φλεγμονώδης νόσος που αφορά συγχρόνως τον βλεννογόνο των βρόγχων και το πνευμονικό παρέγχυμα, κατά εστίες. Οι βρογχοπνευμονικές εστίες είναι μεμονωμένες ή συρρέουσες. Η β. προσβάλλει ανθρώπους όλων των ηλικιών, κατά προτίμηση όμως τα μικρά παιδιά …

    Dictionary of Greek

  • 39ευσφυξία — εὐσφυξία, ἡ (Α) [εύσφυκτος] καλός, κανονικός σφυγμός …

    Dictionary of Greek

  • 40ιδιωτεία — Μεγάλου βαθμού νοητική καθυστέρηση (δείκτης νοημοσύνης έως 20). Η διαφοροδιάγνωσή της από την αμέσως προηγούμενη σε σοβαρότητα ηλιθιότητα είναι δύσκολη. Προκαλείται από διάφορες αιτίες –κληρονομικές ή συγγενείς– ή είναι το αποτέλεσμα των παθήσεων …

    Dictionary of Greek