σφυγμός
11σφυγμούς — σφυγμός throbbing of inflamed parts masc acc pl …
12σφυγμῶν — σφυγμός throbbing of inflamed parts masc gen pl …
13σφυγμῷ — σφυγμός throbbing of inflamed parts masc dat sg …
14σφυγμόν — σφυγμός throbbing of inflamed parts masc acc sg …
15δίκροτος — η, ο (Α δίκροτος, ον) φρ. «δίκροτος, σφυγμός» ο σφυγμός που χτυπάει δύο φορές σε κάθε συστολή νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το δίκροτο πολεμικό ιστιοφόρο (17ος 19ος αιώνας) με τα πυροβόλα του τοποθετημένα σε δύο πυροβολεία αρχ. 1. φρ. «δικρότοισι… …
16διάσφυξις — διάσφυξις, η (Α) 1. δυνατός σφυγμός 2. παλμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + σφύξις «σφυγμός» < σφύζω*) …
17καθά — (AM καθά) επίρρ. (αντί καθ ἅ, σε παλαιότ. συγγραφ. καθάπερ και ιων. τ. κατάπερ) 1. ακριβώς όπως, καθώς, σύμφωνα με («καθὰ συνέταξέ μοι Κύριος», ΚΔ) 2. ούτως ειπείν, τρόπον τινά («ὁ καθὰ παρατεταγμένος σφυγμός» ο τρόπον τινά παρατεταγμένος, δηλ.… …
18κακοσφυξία — και κακοσφυγμία, η (Α κακοσφυξία, ιων. τ. κακοσφυξίη [κακόσφυκτος]) μη φυσιολογικός σφυγμός, ανώμαλος, σφυγμός …
19μέλλω — (ΑM μέλλω) 1. προτίθεμαι, σκοπεύω, έχω στον νου μου να κάνω κάτι («ἐγὼ κτενεῑν ἔμελλον πατέρα τὸν ἐμόν», Σοφ.) 2. (το γ εν. ενεστ. και πρτ. ενεργ. και μέσ. ως απρόσ.) α) μέλλε πρόκειται να... ή είναι ενδεχόμενο να... ή είναι πεπρωμένο να... β)… …
20μικρόσφυγμος — ον (Α) μικρόσφυκτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + σφυγμός (πρβλ. φλεβό σφυγμος)] …