σφοδρή
1σφοδρή — σφοδρός vehement fem nom/voc sg (epic ionic) …
2αλογοφουρτούνα — η 1. βίαιη και σφοδρή κίνηση τού αλόγου επάνω στο οποίο επιβαίνει κανείς 2. σφοδρή τρικυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλογο + φουρτούνα] …
3ορμή — η (ΑΜ ὁρμή) 1. βίαιη και ορμητική κίνηση προς τα εμπρός («η ορμή με την οποία έκανε επίθεση το στράτευμα υπερνίκησε τον εχθρό») 2. (σχετικά με πράγματα ή φυσικά φαινόμενα) ένταση, σφοδρότητα (α. «η ορμή τού ανέμου» β. «θάμνοι πρόρριζοι πίπτουσιν… …
4προσπαθής — ές, ΜΑ μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ προσπαθές η μεροληψία αρχ. 1. αυτός που είναι αφοσιωμένος με πάθος σε κάποιον ή αυτός που νιώθει σφοδρή επιθυμία για κάποιον ή για κάτι 2. ο δεκτικός εντυπώσεων 3. το ουδ. ως ουσ. η αφοσίωση. επίρρ... προσπαθῶς ΜΑ… …
5ρόμβος — ῥόμβος, ΝΜΑ, και ῥύμβος Α 1. παραλληλόγραμμο μη ορθογώνιο που έχει τις τέσσερεις πλευρές του ίσες 2. ζωολ. ονομασία διαφόρων ψαριών 3. λόγια ονομασία τής σβούρας 4. ρομβοειδές τμήμα ξύλου το οποίο προσαρμόζεται σε χειρολαβή από τη μία επιμήκη… …
6σφοδρός — ή, ό επίρρ. ά ισχυρός, ορμητικός, βίαιος: Σφοδροί άνεμοι σάρωσαν τα πάντα. – Με σφοδρή επίθεση έτρεψαν σε φυγή τους εχθρούς. – Η σφοδρή τρικυμία παρέσυρε το πλοίο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
7άχτι — το 1. επιθυμία για εκδίκηση 2. σφοδρή επιθυμία, πόθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. ahd «υποχρέωση, υπόσχεση», ενώ δεν θεωρείται πιθ. η ετυμολόγηση < άχθομαι] …
8ίμερος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ακόλουθος της θεάς Αφροδίτης, σύντροφος του Έρωτα, του Αντέρωτα και του Πόθου, προσωποποίηση της ερωτικής επιθυμίας. Κατά τον Όμηρο, ο Ί. και ο Έρωτας ήταν απρόσωποι. Αργότερα όμως προσωποποιήθηκαν από τον Ησίοδο ως… …
9ίυγξ — Μυθολογικό πρόσωπο, κόρη του Πάνα και της Ηχούς. Ήταν θεράπαινα της κόρης του Ινάχου, Ιούς, και έμπειρη σε φάρμακα και μαγείες που υποδαύλιζαν τον έρωτα, τα οποία χρησιμοποίησε για να προσελκύσει το ενδιαφέρον του Δία για την Ιώ. Σύμφωνα με την… …
10αλληλοφάγωμα — το [αλληλοφαγώνομαι] 1. αλληλοσπαραγμός, αλληλοσκοτωμός 2. σφοδρή διαμάχη, αμείλικτος ανταγωνισμός …