σφιχτ
1σφιχτ(ο)- — πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων στις οποίες δίνει την έννοια του δυνατά, στερεά· π.χ. σφιχταγκαλιάζω …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
1σφιχτ(ο)- — πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων στις οποίες δίνει την έννοια του δυνατά, στερεά· π.χ. σφιχταγκαλιάζω …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)