σφηνό-πους

  • 1χυτρόπους — και κυθρόπους, ποδος, ὁ, Α 1. χύτρα με πόδια, με στηρίγματα 2. τρίποδο σκεύος πάνω στο οποίο τοποθετούσαν τη χύτρα, η πυροστιά 3. μεγάλη κουτάλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χύτρα + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. σφηνό πους] …

    Dictionary of Greek

  • 2σφιγγόπους — ποδός, ὁ, ἡ, Α αυτός που τα πόδια του μοιάζουν με τα πόδια τής Σφίγγας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφίγξ, ιγγός + πούς (πρβλ. σφηνό πους)] …

    Dictionary of Greek