σφηκ-ιά
1σφῆκ' — σφῆκα , σφήξ wasp masc acc sg σφῆκε , σφήξ wasp masc nom/voc/acc dual …
2άκανθα — Το αγκάθι, βελονοειδές έκφυμα των φυτών. Με το ίδιο όνομα υπάρχει και θάμνος που αριθμεί τρεις ποικιλίες, ά. η βασιλική, ά. η ινδική και ά. η αραβική καθώς και ένα δέντρο ιθαγενές της Αιγύπτου, γνωστό με την επιστημονική ονομασία ά. η αιγύπτια. Ά …
3σφαιρών — ῶνος, ὁ, Α στρογγυλό αλιευτικό δίχτυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφαῖρα + επίθημα ών, ῶνος (πρβλ. σφηκ ών)] …