σφηκώδης
1σφηκώδης — wasplike masc/fem acc pl (attic epic doric) σφηκώδης wasplike masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) σφηκώδης wasplike masc/fem nom sg …
2σφηκώδης — ῶδες, ΜΑ [σφήξ, ηκός] 1. αυτός που μοιάζει με σφήκα 2. αυτός που έχει συμπιεσμένη μέση όπως η σφήκα 3. φρ. «στίχος σφηκώδης» (μετρ.) στίχος ελλιπής ως προς τον χρόνο στο μέσον («ἑτέρου δὲ [τῶν παθῶν] κατ ἔνδειαν ἤτοι ἔλλειψιν, ὁ σφηκῶδές τε καὶ… …
3σφηκώδη — σφηκώδης wasplike neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) σφηκώδης wasplike masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) σφηκώδης wasplike masc/fem acc sg (attic epic doric) …
4σφηκῶδες — σφηκώδης wasplike masc/fem voc sg σφηκώδης wasplike neut nom/voc/acc sg …
5σφηκώδεις — σφηκώδης wasplike masc/fem acc pl σφηκώδης wasplike masc/fem nom/voc pl (attic epic) …
6σφηκωδῶν — σφηκώδης wasplike masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …
7σφηκώδους — σφηκώδης wasplike masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …
8σφηκικός — ή, όν, Μ [σφήξ, ηκός] (για στίχο) σφηκώδης …
9σφηκοειδής — ές, Α σφηκώδης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφήξ, ηκός «σφήκα» + ειδής*] …