σφετερισμός
1σφετερισμός — appropriation masc nom sg …
2σφετερισμός — ὁ, ΝΜΑ [σφετερίζομαι] παράνομη οικειοποίηση ξένου πράγματος …
3σφετερισμός — ο παράνομη ιδιοποίηση ξένου πράγματος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4σφετερισμοῖς — σφετερισμός appropriation masc dat pl …
5σφετερισμοῦ — σφετερισμός appropriation masc gen sg …
6σφετερισμῷ — σφετερισμός appropriation masc dat sg …
7σφετερισμόν — σφετερισμός appropriation masc acc sg …
8αλλοτριοφαγία — η (Μ ἀλλοτριοφαγία) το να τρώγει κανείς από αυτά που ανήκουν στους άλλους και όχι στον ίδιο νεοελλ. οικειοποίηση, σφετερισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλοτριοφάγος. ΠΑΡ. νεοελλ. αλλοτριοφαγικός] …
9βουτιά — η 1. κατάδυση με το κεφάλι προς τα κάτω 2. το διάστημα που διανύει κάποιος κολυμπώντας κάτω από την επιφάνεια του νερού 3. τολμηρή πράξη, αποφασιστική χειρονομία 4. σφετερισμός, κλοπή. [ΕΤΥΜΟΛ. < βουτώ, με υποχωρητικό σχηματισμό] …
10γιουρούσι — το 1. έφοδος, εφόρμηση 2. κατάχρηση, σφετερισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. yuruyus «εκστρατεία»] …